Σε υψηλό ποσοστό της τάξης του 63% κυμάνθηκε η χρήση του παράνομου (μη αδειοδοτημένου) λογισμικού στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση της Business Software Alliance (ΒSA) 2015, που επαναλαμβάνεται κάθε δύο χρόνια, σε συνεργασία με την IDC και την έρευνα με τίτλο «Δράττοντας την Ευκαιρία μέσω της Συμμόρφωσης προς τους Όρους Αδειοδότησης».
Το ποσοστό αυτό (63%) αντιπροσωπεύει αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα συγκριτικά με την προηγούμενη έκθεση της BSA που έγινε το 2013. Η εμπορική αξία του λογισμικού που διακινήθηκε το 2015 παράνομα στην Ελλάδα ανήλθε στα 189 εκατ. δολ. Το 2013 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν στο 62% στα 220 εκατ. δολ., το 2011 στο 61% στα 343 εκατ. δολ., το 2009 στο 58% και στα 248 εκατ. δολ.
Η μεγάλη αύξηση της χρήσης μη αδειοδοτημένου λογισμικού σε ένα σύνολο τομέων έχει οδηγήσει στην υπαγωγή της Ελλάδας στη λίστα επιτήρησης (Watch List) που τηρεί το αμερικανικό υπουργείου εμπορίου (Office of the United States Trade Representative), όπως προκύπτει από την αντίστοιχη έκθεση (πρόκειται για το 2017 Special 301 Report).
Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό στην κατάταξη των χωρών της Δυτικής Ευρώπης όπου συμπεριλαμβάνεται η χώρα μας στην έρευνα, που αντιστοιχεί σε ποσοστά πρώην ανατολικών χωρών καθώς και χωρών της Μέσης Ανατολής και Αφρικής.
Όπως τονίζεται οι χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών στην Ελλάδα χρησιμοποιούν μη αδειοδοτημένο λογισμικό σε ανησυχητικό βαθμό, παρά τη σύνδεση που υφίσταται μεταξύ του μη αδειοδοτημένου λογισμικού και των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο. Να σημειωθεί πως ο μέσος όρος της χρήσης παράνομου λογισμικού στη Δυτική Ευρώπη το 2015 ανήλθε στο 28%, φτάνοντας τα 10,5 δισ. δολ. και παγκοσμίως στο 39%, φτάνοντας στα 52,2 δισ. δολ.
Σύμφωνα με τη Victoria Espinel, BSA President & CEO, «είναι κρίσιμης σημασίας για μια εταιρεία να γνωρίζει τι λογισμικό είναι εγκατεστημένο στο δίκτυό της.
Πολλοί CIOs δεν γνωρίζουν τον συνολικό όγκο του λογισμικού που βρίσκεται εγκατεστημένος στα συστήματά τους, ούτε εάν αυτό το λογισμικό είναι νομίμως αδειοδοτημένο». Η έρευνα, η οποία συμπεριέλαβε καταναλωτές, υπεύθυνους μηχανογράφησης και εργαζόμενους χρήστες PC, επιβεβαιώνει ότι η χρήση μη αδειοδοτημένου λογισμικού παραμένει ιδιαίτερα υψηλή και ότι ιδιώτες και εταιρείες «παίζουν με τη φωτιά», όταν χρησιμοποιούν μη αδειοδοτημένο λογισμικό.
Αυτό οφείλεται στη στενή σύνδεση που υφίσταται μεταξύ των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο (cyberattacks) και της χρήσης μη αδειοδοτημένου λογισμικού.
Όταν χρησιμοποιείται μη αδειοδοτημένο λογισμικό, ο κίνδυνος εμφάνισης κακόβουλου λογισμικού αυξάνεται δραματικά, ενώ το κόστος αντιμετώπισης περιστατικών κακόβουλου λογισμικού μπορεί να είναι ιλιγγιώδες. Για παράδειγμα, το 2015 μόνο, οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (cyberattacks) στοίχισαν στις επιχειρήσεις πάνω από 400 δισεκατομμύρια δολάρια.
Λογισμικό και ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του χώρου παρά τους εντατικούς ελέγχους και τις ποινές, η τόσο υψηλή πειρατεία κοστίζει μεγάλα ποσά στο ελληνικό κράτος τα οποία θα εισπράττονταν από την άμεση και την έμμεση φορολογία σε περίπτωση που υπήρχαν αγορές προγραμμάτων, ενώ αποτρέπει και τις μελλοντικές επενδύσεις ξένων εταιρειών στη χώρα και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Να σημειωθεί πως υπάρχουν σχετικές νομοθετικές διατάξεις που επισύρουν βαρύτατες αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις, οι οποίες (ποινικές κυρώσεις) ανέρχονται σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή έως 15.000 ευρώ.
Με βάση στοιχεία της έκθεσης «Λογισμικό: Καταλυτική συνεισφορά 910 δισεκατομμυρίων ευρώ στην οικονομία της Ε.Ε.», που δημοσίευσε το 2016 η BSA, το λογισμικό επιδρά σημαντικά στην ευρωπαϊκή οικονομία, συνεισφέροντας κεφάλαια άνω των 900 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της Ε.Ε. (συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και συνεπακόλουθων αποτελεσμάτων), συντηρώντας σχεδόν 12 εκατομμύρια υψηλής ποιότητας, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας καθώς και επενδύσεις περίπου 13 δισ. ευρώ στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης.