Μια μελέτη που έγινε από τους επιστήμονες του UT Southwestern έδειξε γιατί οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (UTIs) έχουν τόσο υψηλό ποσοστό υποτροπής στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και πώς πολλά είδη βακτηρίων μπορούν να εισβάλουν στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστεως.
Η θεραπεία με συνταγογραφούμενα αντιβιοτικά είναι ο συνηθέστερος τρόπος αντιμετώπισης στους ηλικιωμένους ενήλικες. Όμως, οι ουρολοιμώξεις έχουν μεγάλο κοινωνικό αντίκτυπο στα άτομα που υποφέρουν ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι και η θεραπεία κοστίζει δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως.
Σύμφωνα με τη Dr. Kim Orth, καθηγήτρια Μοριακής Βιολογίας και Βιοχημείας στο UTSW και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης στην επιστημονική Εφημερίδα της Μοριακής Βιολογίας (Journal of Molecular Biology), η υποτροπιάζουσα ουρολοίμωξη μειώνει την ποιότητα ζωής, θέτει σημαντικό βάρος στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και συμβάλλει στην αντιμικροβιακή αντοχή.
Η έρευνα αυτή, διαπίστωσε ότι πολλά είδη βακτηρίων μπορούν να λειτουργήσουν μέσα στην επιφάνεια της ανθρώπινης ουροδόχου κύστεως, που ονομάζεται ουροθήλιο. Η βακτηριακή ποικιλομορφία, η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και η προσαρμοστική ανοσοαπόκριση παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη νόσο, σύμφωνα με τη μελέτη.
Η Dr. Orth, η οποία είναι επίσης και ερευνήτρια του διάσημου Ιατρικού Ινστιτούτου Howard Hughes όπου κατέχει τη θέση Earl A. Forsythe στη Βιοϊατρική Επιστήμη, τόνισε ότι τα ευρήματα της μελέτης βοηθούν του επιστήμονες να κατανοήσουν για πιο λόγο φθάνουν στις χειρουργικές επεμβάσεις για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.
Όπως είπε, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιούν πλέον άλλες μεθόδους εκτός από τα αντιβιοτικά για να θεραπεύσουν αυτήν την πάθηση, καθώς παρατήρησαν ποικίλους τύπους βακτηρίων στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αυτών των ασθενών.
Από την εμφάνιση αντιβιοτικών στη δεκαετία του 1950, οι ασθενείς και οι γιατροί έχουν βασιστεί στα αντιβιοτικά για τη θεραπεία των ουρολοιμώξεων.
Ωστόσο, προέκυψαν σημαντικά προβλήματα αλλεργίας και ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά, τα οποία οδήγησαν σε πολύ δύσκολες και σύνθετες καταστάσεις για τις οποίες έχουν μείνει λίγες επιλογές θεραπείας επισημαίνει ο Dr. Philippe Zimmern, καθηγητής Ουρολογίας και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Ως εκ τούτου, όπως λέει, αυτό το νέο σύνολο δεδομένων για τις γυναίκες που επηρεάζονται από τις ουρολοιμώξεις αποτελεί σημαντική βοήθεια για το τι μπορεί να επιτύχουν με μια πολυεπιστημονική συνεργασία.
Οι ουρολοιμώξεις είναι ένας από τους πιο συνηθισμένους τύπους βακτηριακών λοιμώξεων στις γυναίκες, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 25% όλων των λοιμώξεων.
Η επανεμφάνιση μπορεί να κυμαίνεται από 16-36% στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έως 55% μετά την εμμηνόπαυση. Παράγοντες που πιστεύεται ότι οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά ουρολοιμώξεων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες περιλαμβάνουν την πρόπτωση πυελικού οργάνου, το διαβήτη, την έλλειψη οιστρογόνων, την απώλεια γαλακτοβάκιλλων στην κολπική χλωρίδα και τον αυξημένο αποικισμό Escherichia coli (Ε. Coli) που περιβάλλουν την ουρήθρα.
Τα τελευταία ευρήματα βασίζονται σε δεκαετίες κλινικών ανακαλύψεων για τις ουρολοιμώξεις που έγιναν από τον Dr. Zimmern σε συνεργασία με την Dr. Orth και άλλους συναδέλφους τους στο UT.
Η ομάδα περιελάμβανε ερευνητές από τη Μοριακή Βιολογία, την Παθολογία, την Ουρολογία και τη Βιοχημεία και εξέτασε τα βακτήρια σε βιοψίες ουροδόχου κύστης από 14 ασθενείς με ουρολοίμωξη, χρησιμοποιώντας στοχευμένους δείκτες φθορισμού, μια τεχνική που δεν είχε χρησιμοποιηθεί για την αναζήτηση βακτηρίων στον ιστό της ανθρώπινης ουροδόχου κύστεως.
Και όπως εξήγησε η Dr. Nicole De Nisco, επίκουρη καθηγήτρια Βιολογικών Επιστημών στο UT Dallas και μεταδιδακτορική συνεργάτιδα στο εργαστήριο της Dr. Orth, τα βακτηρίδια που παρατήρησαν είναι ικανά να διεισδύσουν βαθιά στον ιστό των τοιχωμάτων της ουροδόχου κύστεως, ακόμη και μετά από το στρώμα ουροθελίου.
Επίσης, διαπίστωσαν ότι η προσαρμοστική ανοσολογική απάντηση είναι αρκετά δραστική στις ανθρώπινες ουρολοιμώξεις, καθώς όπως είπε, η πρόσβαση στον ανθρώπινο ιστό ήταν βασική, γιατί το πεδίο έρευνας μέχρι σήμερα έχει βασιστεί σε μοντέλα ποντικών που περιορίζονται σε διάρκεια ζωής 1,3 έως 3 ετών, ανάλογα με τη φυλή.
Επιπλέον, όπως συμπλήρωσε ο Dr. Zimmern, το μεγαλύτερο μέρος του έργου στη βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί με γυναίκες ηλικίας 25 έως 40 ετών.
Τα στοιχεία που αποκόμισαν είναι πολύ σημαντικά για τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που έχουν προσβληθεί από ουρολοίμωξη με δεδομένο την αύξηση γήρανσης των πληθυσμών από το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής ειδικά στις γυναίκες.
Όπως είπαν οι ερευνητές, οι μελλοντικές μελέτες θα επικεντρωθούν στον καθορισμό αποτελεσματικών τεχνικών για την απομάκρυνση αυτών των βακτηριδίων και της χρόνιας φλεγμονής από την ουροδόχο κύστη, την εξεύρεση νέων στρατηγικών για την ενίσχυση της απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος και τον εντοπισμό των διαφόρων βακτηριακών παθογόνων που εμπλέκονται στις ουρολοιμώξεις και ειδικά στις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.