Οι βαθμολογικές διαφορές μεταξύ των μαθητών λυκείου στις απολυτήριες εξετάσεις, τόσο των θετικών όσο και των θεωρητικών μαθημάτων, επηρεάζονται από το DNA που έχουν κληρονομήσει από τους γονείς τους.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν βρετανοί ερευνητές, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο Scientific Reports και θέτουν σε αμφισβήτηση την άποψη ότι η επιτυχία ή αποτυχία στις εξετάσεις είναι πρωτίστως θέμα κοινωνικών, οικονομικών και άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων (σχολείου, οικογένειας κ.α.).
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Βασιλικού Κολεγίου του Λονδίνου, με επικεφαλής τον καθηγητή Γενετικής Ρόμπερτ Πλόμιν, συσχέτισαν γενετικά δεδομένα από 12.500 διδύμους με τις επιδόσεις τους στις εξετάσεις GCSE (Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης), οι οποίες ισοδυναμούν με τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι επιδόσεις των μαθητών σε ένα ευρύ φάσμα μαθημάτων (γλώσσες, ιστορία, μαθηματικά, φυσική, βιολογία, πληροφορική, τέχνες κ.α.) επηρεάζονταν από τα ίδια γονίδια. Μάλιστα, οι γενετικοί παράγοντες εξηγούσαν τις βαθμολογικές διαφορές μεταξύ των μαθητών σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό (54% έως 65%), σε σχέση με τους περιβαλλοντικούς (μόνο 14% έως 21%).
Οι ερευνητές εξηγούν ότι η επίδραση των κληρονομικών γενετικών παραγόντων στις σχολικές εξετάσεις ισχύει ακόμη κι αν αφαιρεθεί η επίδραση του δείκτη νοημοσύνης (IQ) κάθε παιδιού, ο οποίος επίσης καθορίζεται γενετικά.
Όπως υπολογίστηκε, η κληρονομικότητα του IQ φαίνεται να συμβάλει σχεδόν κατά το ήμισυ στη συνολική γενετική επίδραση στους βαθμούς των εξετάσεων. Το υπόλοιπο ήμισυ πιθανότατα αφορά την κληρονομική επίδραση σε άλλα γνωρίσματα του παιδιού (μνήμη, συγκέντρωση, περιέργεια κ.α.).
Ακόμα, οι επιστήμονες ανέφεραν ότι εφόσον τα ίδια γονίδια επηρεάζουν τις σχολικές επιδόσεις σε όλα τα μαθήματα, αν ένας μαθητής δεν τα καταφέρνει σε κάποιο από αυτά (π.χ. στα μαθηματικά), τότε ο «ένοχος» πρέπει να αναζητηθεί όχι σε κάποιο συγκεκριμένο γενετικό ελάττωμα, αλλά σε κάποια αρνητική περιβαλλοντική επίδραση στο παρελθόν.
Προς το παρόν όμως, οι επιστήμονες μπορούν να ισχυρισθούν μόνο με γενικό τρόπο ότι ο γενετικός παράγων ασκεί σημαντική επίδραση στην εκπαίδευση, καθώς δεν έχουν ακόμη εντοπίσει συγκεκριμένα γονίδια που παίζουν ρόλο-κλειδί σε αυτό. Το πιθανότερο είναι ότι συνεργάζονται πολλά γονίδια.
Αλλοι πάντως επιστήμονες, όπως ο καθηγητής Νευροεπιστήμης Τζον Χάρντι του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και ο καθηγητής Γενετικής Ντάρεν Γκρίφιν του Πανεπιστημίου του Κεντ, εμφανίστηκαν πιο επιφυλακτικοί και δήλωσαν ότι είναι ακόμη πρόωρο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα και, με βάση αυτά, να προταθούν νέες πολιτικές στα σχολεία.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα έρευνα μάλλον παρέχει το τέλειο άλλοθι για την αποτυχία στις εξετάσεις, αφού οι μαθητές μπορούν να ισχυριστούν «Μαμά και μπαμπά, εσείς και τα γονίδια που μου δώσατε, φταίνε για τους χάλια βαθμούς μου και όχι επειδή δεν διάβασα!».
Από την άλλη όμως, υπογράμμισαν οι ερευνητές, τα γονίδια δεν ασκούν μια απολύτως ντετερμινιστική επίδραση, αλλά απλώς διαμορφώνουν τάσεις. Είναι πάντα στο χέρι των ανθρώπων να πάνε κόντρα στη γενετική προδιάθεσή τους - και των μαθητών να διαβάσουν περισσότερο.