Οι φορείς δύο συγκεκριμένων γονιδίων έχουν 13πλάσια πιθανότητα επαναλαμβανόμενης βίαιης και εγκληματικής συμπεριφοράς συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό, υποστηρίζουν φινλανδοί και σουηδοί ερευνητές σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Molecular Psychiatry.
Η μελέτη ενισχύει την πεποίθηση ότι η εγκληματικότητα, πέρα από τις κοινωνικές, οικονομικές, ψυχολογικές και άλλες παραμέτρους, έχει και μια έμφυτη βιολογική - κληρονομική διάσταση, μία αντίληψη όμως με την οποία πολλοί άλλοι επιστήμονες δεν συμφωνούν.
Δεν είναι η πρώτη φορά πάντως που μια μελέτη συσχετίζει την εγκληματικότητα με τις επιρροές από τα γονίδια, δημιουργώντας αντιδράσεις από άλλους επιστήμονες ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πολύ πολύπλοκη για να εξηγηθεί κυρίως από γενετικούς παράγοντες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Γιάρι Τιιχόνεν του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, υποστηρίζουν ότι τα δύο επίμαχα γονίδια επιφέρουν τροποποιήσεις στη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Αναλύοντας δείγματα DNA από περίπου 900 φυλακισμένους, από τους οποίους οι 78 πληρούσαν το προφίλ του κατά συρροή και υπερβολικά βίαιου εγκληματία, με πολλούς φόνους ο καθένας στο ενεργητικό του, διαπίστωσαν ότι οι πιο βίαιοι εγκληματίες διαθέτουν την μετάλλαξη του γονιδίου ΜΑΟΑ το οποίο ρυθμίζει την μονοαμινική οξειδάση Α, που επηρεάζει το επίπεδο της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο. Όσοι είχαν στο γονιδίωμά τους αυτή τη γονιδιακή παραλλαγή, είχαν διαπράξει τουλάχιστον δέκα σοβαρά εγκλήματα.
Ένα δεύτερο γονίδιο, το CDH13, που εμπλέκεται στην επικοινωνία μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων και έχει ήδη συνδεθεί με την παρορμητική συμπεριφορά και το σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ), βρέθηκε επίσης σε μεγαλύτερο ποσοστό στα άτομα που είχαν καταδικαστεί για βίαια εγκλήματα.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης ο Δρ Τιιχόνεν επεσήμανε ότι «συσσωρεύονται πλέον ολοένα περισσότερες επιστημονικές ενδείξεις για την επίδραση των γονιδίων πάνω στη εγκληματικότητα». Ο ίδιος μάλιστα εκτιμά ότι αν αυτά τα δύο γονίδια δεν υπήρχαν, η εγκληματικότητα σε μια χώρα θα ήταν κατά 5% έως 10% μικρότερη. Δεν αποκλείει πέρα από αυτά τα δύο γονίδια, να υπάρχουν δεκάδες ή και εκατοντάδες άλλα, τα οποία επίσης αυξάνουν άμεσα ή έμμεσα την πιθανότητα μιας βίαιης εγκληματικής πράξης.
Πάντως, οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι το 40% των ανθρώπων που έχουν γονιδιακή μετάλλαξη στο ΜΑΟΑ, δεν έχουν γίνει βίαιοι εγκληματίες. Ακόμη και μεταξύ όσων συνδυάζουν στο γονιδίωμά τους και τα δύο «ύποπτα» γονίδια, η πλειονότητα ποτέ δεν εμφανίζει εγκληματική συμπεριφορά. Περίπου το ένα πέμπτο των ανθρώπων έχουν αυτά τα γονίδια στο DNA τους, αλλά ποτέ δεν κάνουν διαπράξει φόνο, βιασμό ή άλλο βίαιο έγκλημα.
Από την άλλη, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι άνθρωποι που δεν έχουν κανένα από τα δύο αυτά γονίδια, είχαν διαπράξει βίαια εγκλήματα. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, όπως παραδέχτηκε ο Δρ Τιιχόνεν, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένα προληπτικό γενετικό τεστ, το οποίο με ασφάλεια να προβλέπει ποιός θα γίνει εγκληματίας. Και σίγουρα, όπως επισημαίνει, ένας εγκληματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί στο δικαστήριο την ύπαρξη ενός γενετικού υποβάθρου για να δικαιολογήσει την πράξη του.
Ο καθηγητής Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Γιαν Σνουπ, που δεν συμμετείχε στην έρευνα, δηλώνει επιφυλακτικός και σημειώνει ότι θα ήταν μεγάλη υπερβολή να κάνει κανείς λόγο για γονίδια βίας. «Σε συνδυασμό με πολλούς άλλους παράγοντες, αυτά τα γονίδια μπορούν να δυσκολέψουν κάπως κάποιον να ελέγξει τις βίαιες τάσεις του, όμως σίγουρα δεν τον προκαθορίζουν να ζήσει μια ζωή εγκληματία», εξηγεί.