Στη διατροφική αλυσίδα και κατ’ επέκταση στον ανθρώπινο οργανισμό καταλήγουν σύμφωνα με τους επιστήμονες πολλά από τα πλαστικά που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας και δυστυχώς πετάμε ανεξέλεγκτα.
Όπως καταγράφουν τα επίσημα στοιχεία, σχεδόν οκτώ δισεκατομμύρια τόνοι πλαστικού βγαίνουν στον ωκεανό κάθε χρόνο. Αυτή η τεράστια ποσότητα πλαστικού είτε βγαίνει στην ξηρά είτε διασπάται σε μικροσκοπικά κομμάτια που έχουν διάμετρο μικρότερη από 5 χιλιοστά και ονομάζονται μικροπλαστικά.
Αυτά τα μικροπλαστικά παραμένουν στην επιφάνεια των νερών ή βυθίζονται σύμφωνα με το βάρος τους. Αυτά με τη σειρά τους λαμβάνονται ως τροφή από τη θαλάσσια ζωή, συμπεριλαμβανομένων των ψαριών, των οστρακοειδών, των μαλακίων, των αχιβάδων κ.λπ. Μερικά από αυτά κατευθύνονται έτσι στην ανθρώπινη τροφική αλυσίδα μέσω ψαριών, πτηνών κ.λπ.
Μέχρι τώρα οι επιστήμονες υποπτευόταν ότι τέτοια μικροπλαστικά ενδέχεται να υπάρχουν στο ανθρώπινο έντερο. Για το λόγο αυτό μελέτησαν ανθρώπινα περιττώματα και βρήκαν ίχνη από μικροπλαστικά στα ανθρώπινα κόπρανα. Τα αποτελέσματα αυτής της νέας μελέτης που διεξήχθη από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος της Αυστρίας, παρουσιάστηκαν στη συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γαστρεντερολογίας στη Βιέννη.
Όπως ανέφερε ο Philip Schwable, γαστρεντερολόγος του πανεπιστημίου της Βιέννης, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης, όλοι οι συμμετέχοντες στη μελέτη εξετάστηκαν για το αν εμπεριέχουν ίχνη πλαστικών στα κόπρανα τους.
Για τη μελέτη αυτή εξετάστηκαν πρώτα τα δείγματα κοπράνων από 8 συμμετέχοντες από 8 διαφορετικές χώρες Αυστρία, Ιταλία, Φινλανδία, Ιαπωνία, Ολλανδία, Πολωνία, Ρωσία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Όλοι οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να κρατήσουν ημερολόγιο με το τι τρώγανε για μία εβδομάδα και έπειτα να δώσουν ένα δείγμα από τα κόπρανα τους σε αποστειρωμένα γυάλινα δοχεία. Αυτά τα δοχεία μεταφέρθηκαν σε ένα εργαστήριο στη Βιέννη, όπου και αναλύθηκαν με τη χρήση της υπέρυθρης μικροσκοπικής φασματοσκοπίας με μετασχηματισμό Fourier για να ανιχνευθεί η παρουσία των μικροπλαστικών.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι καθένα από τα οκτώ άτομα είχε όντως ίχνη μικροπλαστικών στα κόπρανά του.
Η συνήθης μορφή πλαστικών που βρέθηκε ήταν τερεφθαλικό πολυαιθυλένιο που προέρχεται από σακούλες πολυαιθυλενίου. Άλλες μορφές πλαστικών που σημειώθηκαν ήταν το πολυπροπυλένιο - που συνήθως απαντώνται σε καπάκια φιαλών και πολυβινυλοχλωρίδιο ή PVC που βρίσκονται σε πλαστικούς σωλήνες.
Εννέα από τα δέκα είδη πλαστικών που ερευνήθηκαν βρέθηκαν σε όλα τα δείγματα κοπράνων. Η ποσότητα των πλαστικών που βρέθηκαν ήταν 20 σωματίδια μικροπλαστικών ανά 10 γραμμάρια δείγματος κοπράνων.
Όπως εξήγησε ο κ. Schwable αυτή η πιλοτική μελέτη απέδειξε ότι τα πλαστικά βρίσκονται στα κόπρανα των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο και τώρα σχεδιάζουν μεγαλύτερες μελέτες με μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων.
Σχεδιάζουν επίσης να μελετήσουν τις επιβλαβείς επιπτώσεις αυτών των πλαστικών στους ανθρώπους. Οι ερευνητές εκτιμούν από αυτά τα αποτελέσματα ότι «περισσότερο από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού μπορεί να έχει μικροπλαστικά στα κόπρανα του».
Αυτά τα μικροπλαστικά σωματίδια θα μπορούσαν να διεισδύσουν στο λεμφικό σύστημα των ανθρώπων και των ζώων όπως επεσήμαναν οι ερευνητές. Η μακροχρόνια βλάβη από αυτό στα έντερα, στα ορμονικά συστήματα και σε άλλα όργανα δεν έχει ακόμη μελετηθεί λεπτομερώς.
Οι συγγραφείς της μελέτης, παροτρύνουν τις κυβερνήσεις και τους πληθυσμούς να μειώσουν τη χρήση πλαστικών και να αυξήσουν την ανακύκλωση.