Αν η κοινωνία, κατ’ ελάχιστον, εκφράζει ένα πνεύμα τιθάσευσης των αντιπαλοτήτων, λειτουργικής ευταξίας και στοιχειώδους κανονικότητας, η ελλαδική κοινωνία καταρρέει μπροστά στα μάτια μας, αποσυντίθεται. Το χειρότερο: δείχνουμε ανήμποροι να κάνουμε κάτι! Μοιάζουμε με τους ζαλισμένους επιβάτες αεροπλάνου που πέφτει. Ο πιλότος έχει πάθει καρδιακή προσβολή και τα αεροπλάνο χάνει ύψος ταχύτατα. Νιώθουμε τον ίλιγγο της πτώσης, βιώνουμε την υπαρξιακή αγωνία των τελευταίων στιγμών, ελπίζουμε ο Θεός να βάλει το χέρι του, αλλά τίποτα δεν μπορεί, πλέον, να ακυρώσει τον νόμο της βαρύτητας.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες διαχείρισης της πρωτόγνωρης κρίσης, δεν ήταν αναπόφευκτο να φτάσουμε εδώ. Ο αείμνηστος ψυχοθεραπευτής Πολ Βατζλάβικ έλεγε ότι τα προβλήματα που κάθε φορά διαχειριζόμαστε, τα έχουμε εν μέρει συν-δημιουργήσει με προγενέστερους χειρισμούς μας. Η διαδικασία χειρισμού ενός αρχικού προβλήματος σταδιακά μεταβάλλει το ίδιο το πρόβλημα. Η κρίση ελλείμματος και χρέους του 2009 δεν ήταν απαραίτητο να εξελιχθεί σε κρίση επιβίωσης της χώρας το 2011. Τι πήγε λάθος;
Πολλά και διάφορα, κυρίως όμως η ελλειμματική ηγεσία. Είχαμε την ατυχία, σε κρίσιμες στιγμές, να έχουμε λάθος ανθρώπους στο πηδάλιο. Κάποιοι είχαν εγκαίρως προειδοποιήσει: ο Καραμανλής Β΄ και ο Παπανδρέου Γ΄ κατέστησαν ηγέτες εξαιτίας, κυρίως, του επωνύμου τους. Πρόκειται για κραυγαλέες περιπτώσεις αναξιοκρατίας, στενά συνυφασμένες με τη μετα-οθωμανική κουλτούρα του «πολυχρονεμένου πασά», που διαπερνά τη χώρα και, πρωτίστως, τα κόμματα. Παγιδευμένοι σε αυτή τη νοοτροπία, ξελογιαστήκαμε και αφεθήκαμε στους δημαγωγούς. Τώρα πληρώνουμε τον βαρύ λογαριασμό.
Ενώ η χώρα διαλύεται, ο πρωθυπουργός με το αμήχανο βλέμμα, το τρομαγμένο ύφος και τα ετοιμόρροπα ελληνικά, μας ζητάει να «προχωρήσουμε σε αναγέννηση» – με αυτόν φυσικά επικεφαλής! Τόσο καταλαβαίνει… Δεν βιώνει τις λέξεις που εκστομίζει, γι’ αυτό και δεν μπορεί να τις συνδέσει με την κοινή εμπειρία. Ολο και περισσότερο θυμίζει εκείνους τους τριτοκοσμικούς ή κομμουνιστές ηγέτες, οι οποίοι αδυνατούν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος στρέφεται οργισμένα εναντίον τους. Ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν!
Η αίσθηση της πραγματικότητας, λέει ο Ησαΐας Μπερλίν, είναι η σημαντικότερη αρετή ενός πολιτικού. Ο Παπανδρέου Γ΄ δεν την είχε ποτέ του. Το έχω αναλύσει επανειλημμένα: ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ένας βαθιά ελλειμματικός ηγέτης. Κάνει μια δουλειά που εμφανώς τον δυσαρεστεί. Την κάνει γιατί, ως γόνος δυναστείας, το επιτάσσει η οικογενειακή παράδοση. Η τραυματική σχέση με τον αμοραλιστή πατέρα του τον έχει σημαδέψει: ο Γιώργος χρειάζεται αποδοχή, κάτι που δεν του έδωσε ποτέ ο Ανδρέας. Θέλει να είναι συμπαθής κι αυτό εξυπηρετείται με τη δουλικότητα που εισπράττουν από τους «πληβείους» οι ισχυρές πολιτικές οικογένειες στη μετα-οθωμανική Ελλάδα. Η «σοσιαλιστική» ιδεολογία είναι το περίτεχνο περιτύλιγμα μιας εύθραυστης προσωπικότητας που λαχταρά την αποδοχή, υποσχόμενος, τάζοντας, «αναδιανέμοντας». Η πριγκιπική νοοτροπία και η ανασφάλειά του τον ωθούν να είναι στο κέντρο πολλών αενάως ανασχηματιζόμενων κύκλων συμβούλων, «φίλων», αυλικών. Οντας στο κέντρο, δίχως θεσμικούς περιορισμούς, τονώνεται το εγώ του, αισθάνεται λιγότερο ανασφαλής.
Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ο άνθρωπος αυτός κλήθηκε να πάρει τις πιο δύσκολες αποφάσεις που πήρε μεταπολεμικά Ελληνας πρωθυπουργός. Τις ανέβαλλε διαρκώς, επιδεινώνοντας δραματικά το δημοσιονομικό πρόβλημα. Οι αποφάσεις τελικά λαμβάνονταν, αλλά από κάθε φορά δυσχερέστερη θέση. Το ίδιο και οι αποφάσεις της ηθικά απονομιμοποιημένης Βουλής. Η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του, ευγνώμονες οι περισσότεροι που τους δόθηκε η δυνατότητα να υπηρετήσουν στην οικογενειακή επιχείρηση του ιδρυτή, νοιάζονται κυρίως για τη δική τους επιβίωση. Ψελλίζουν κάποιες αντιρρήσεις για το θεαθήναι, αλλά δεν δρουν, μόνο φλυαρούν. Αν ο ηγέτης τους δεν αισθάνεται τη γλώσσα του, οι υπάλληλοί του τη χρησιμοποιούν φενακιστικά: για να συγκαλύψουν τις ευθύνες τους. Καλούν τον πρωθυπουργό να πάρει «πολιτικές πρωτοβουλίες», ακριβώς για να μην αναλάβουν αυτοί τις δικές τους – να τον αλλάξουν.
Οπως στη ζωή, έτσι και στην πολιτική ο αριστοτελικός «καιρός» (το τάιμινγκ) είναι το παν. Ο Παπανδρέου δεν διαπραγματεύθηκε ποτέ με τους δανειστές μας, δεν πάσχισε να καταστήσει τη χώρα αξιόπιστο συνομιλητή, δεν κυβέρνησε με τους καλύτερους. Ενα καχεκτικό εγώ χρειάζεται τη διαρκή επιβεβαίωση των κολάκων. Κάθε ανασχηματισμός του ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο. Η χώρα βούλιαζε, τα ταμεία άδειαζαν, και ο πολυχρονεμένος πασάς έκανε υφυπουργούς Οικονομικών τον Κουσελά και τον Οικονόμου! Ανθρωποι του κομματικού σωλήνα και της οικογενειακής αυλής, εγνωσμένης ανικανότητας πολιτικοί, διετέλεσαν ή παραμένουν υπουργοί μιας δήθεν κυβέρνησης «πολέμου»! Βόλεψε φίλους και κομματανθρώπους σε δημόσιες θέσεις –τον Μίχα στον ΕΦΕΤ, την Μπιρμπίλη στον ΟΟΣΑ, τον Σπυρόπουλο στο ΙΚΑ κ.ο.κ.– μην παραλείποντας να μας κάνει και το απαραίτητο εκπολιτιστικό κήρυγμα περί «αλλαγής νοοτροπίας»!
Η Ελλάδα γι’ αυτόν είναι χώρα διακοπών, με υπέροχες θάλασσες, αισθησιακή χλωρίδα, γραφικούς ιθαγενείς και, κυρίως, όμορφα τοπία για φωτογραφίες. Μόνο ένας τουρίστας θα εξήγγειλε το οδυνηρό Μνημόνιο με φόντο το γραφικό λιμάνι του Καστελλόριζου! Η χώρα ως καρτ ποστάλ! Οταν δεν έχεις βιωματικούς δεσμούς με τη χώρα που κυβερνάς, όταν δεν παθιάζεσαι με τον τόπο, όταν δεν έχεις αίσθηση της πραγματικότητας και στερείσαι αυτογνωσίας, όταν στερείσαι αυτοπεποίθησης και προσόντων, αναλώνεις την ψυχική σου ενέργεια κυρίως στην προσποίηση – προσποιείσαι ότι κυβερνάς, καμώνεσαι ότι ηγείσαι. Στο κενό βλέμμα του Παπανδρέου Γ΄ καθρεφτίζονται τα ερείπια της χώρας. Πώς θα διαχειριστούμε την καταστροφή;
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας ([email protected]) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.