Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλλε πρόστιμο ύψους 242 εκατομμυρίων ευρώ στην αμερικανική εταιρεία κατασκευής microchip.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της Κομισιόν που οδήγησε στην επιβολή αυτού του υψηλού προστίμου στην Qualcomm, η εταιρεία πούλησε προϊόντα απαραίτητα για τη σύνδεση σε δίκτυα 3G στις κινεζικές εταιρείες Huawei και ZTE, ασκώντας πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού απέναντι στον ανταγωνιστή της Icera.
Αυτό, σύμφωνα με τον Ευρωπαίο νομοθέτη, αντιτίθεται στα όσα προβλέπει το εμπορικό δίκαιο στην ευρωπαϊκή επικράτεια και αυτός είναι ο βασικός λόγος που οδήγησε στην επιβολή τόσο υψηλού προστίμου.
Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε η Μαργκρίτ Βεστάγκερ, η επίτροπος για ζητήματα ανταγωνισμού της Ε.Ε., τα chipsets για τη σύνδεση σε δίκτυα mobile Internet είναι βασικά συστατικά της λειτουργίας των κινητών συσκευών, προκειμένου να έχουν αυτές απρόσκοπτη πρόσβαση σε υπηρεσίες του Διαδικτύου.
Η πολιτική που ακολουθεί η Qualcomm θεωρείται ότι ενισχύει μερικές εταιρείες έναντι άλλων στον εν λόγω τομέα και αυτό έχει επιβάλλει την τιμωρητική πολιτική εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η πλευρά της Κομισιόν τονίζει ότι η εμπορική πολιτική της Qualcomm δεν πλήττει μόνο τον ανταγωνισμό στο ευρωπαϊκό έδαφος, αλλά αποτελεί και σημαντική τροχοπέδη για την καινοτομία στον τομέα της ανάπτυξης του mobile Internet.
O τομέας αυτός της αγοράς είναι εκείνος που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό και τις εταιρείες, στοιχείο που θέλει να ενισχύσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το Ευρωκοινοβούλιο έχει προβεί σε έλεγχο των πρακτικών της Qualcomm από τα μέσα του 2009 έως και τα μέσα του 2011, δίνοντας έμφαση στο πεδίο της επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής που είχε ακολουθήσει κατά τη διάρκεια των ετών εκείνων ειδικά προς συγκεκριμένες εταιρείες.
Ο σκοπός της Qualcomm ήταν να εξοντώσει την Icera, τον βασικό ανταγωνιστή της, ρίχνοντας σε πολύ μεγάλα επίπεδα τις τιμές στα προϊόντα που πούλησε σε Huawei και ZTE.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη κινείται νομικά προς την Qualcomm, καθώς πέρυσι είχε επιβληθεί πρόστιμο της τάξης των 997 εκατομμυρίων ευρώ για πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού σε σχέση με τα LTE chipsets που χρησιμοποιούσε η Apple.