Ομάδα ερευνητών με επικεφαλής τον καθηγητή Ογκολογίας-Παθολογίας, Νικόλαο Παπαδόπουλο, ανέπτυξαν μια απλή εξέταση αίματος που μπορεί να ανιχνεύσει οκτώ συχνές μορφές καρκίνου και να εντοπίσει επίσης την τοποθεσία του καρκίνου.
Το μοριακό αυτό τεστ στοχεύει αποκλειστικά στον έλεγχο για καρκίνο και επομένως διαφέρει από τα άλλα μοριακά τεστ που βασίζονται στην ανάλυση μεγάλου αριθμού καρκινικών γονιδίων για να βοηθήσουν στον εντοπισμό θεραπευτικά αξιοποιήσιμων στόχων.
Όπως αναφέρετει σε άρθρο του Science, η εξέταση που ονομάζεται CancerSEEK, ένα μια μοναδική, μη επεμβατική τεχνική πολυεπίπεδης ανάλυσης που αξιολογεί τα επίπεδα οκτώ καρκινικών πρωτεϊνών και την παρουσία καρκινικών γονιδιακών μεταλλάξεων από το DNA που κυκλοφορεί στο αίμα. Το τεσ έχει ως στόχο τον εντοπισμό οκτώ συχνών μορφών καρκίνου, οι οποίες αναλογούν σε πάνω από το 60% των καρκινικών θανάτων μόνον στις ΗΠΑ. Πέντε εκ των καρκίνων αυτών, σήμερα δεν έχουν κάποιο άλλο τρόπο διάγνωσης.
«Η χρήση του συνδυασμού των επιλεγμένων βιοδεικτών για πρώιμη ανίχνευση έχει την προοπτική να αλλάξει τον τρόπο που ελέγχουν τον καρκίνο και βασίζεται στην ίδια λογική με τη χρήση συνδυασμού φαρμάκων για την θεραπεία των καρκίνων», εξηγεί ο Δρ Παπαδόπουλος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
«Οι μεταλλάξεις του DNA του όγκου που κυκλοφορούν στο αίμα μπορούν να αποτελέσουν εξειδικευμένους δείκτες του καρκίνου. Για να κεφαλαιοποιήσουμε αυτή την εξειδίκευση, θελήσαμε να αναπτύξουμε ένα ισχυρό πλαίσιο που να μπορεί να ανιχνεύσει τουλάχιστον μια μετάλλαξη για τη μεγάλη πλειοψηφία των καρκίνων. Σημαντικότερο όμως ήταν να κρατήσουμε αυτό το πλαίσιο σε στενά όρια ώστε να περιορίσουμε τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα και να είναι το διαγνωστικό τεστ οικονομικά προσιτό», προσθέτει ο Τζόσουα Κοεν, διδακτορικός φοιτητής στην Ιατρικής Σχολή του Johns Hopkins και κύριος συγγραφέας της μελέτη.
Οι ερευνητές αρχικά μελέτησαν αρκετές εκατοντάδες γονίδια και 40 πρωτεϊνικούς δείκτες, περιορίζοντας τελικά τον αριθμό στα 16 γονίδια και τις οκτώ πρωτεΐνες.
Στις κλινικές δοκιμές που έγιναν σε 812 υγιή άτομα, το τεστ είχε εξειδίκευση στην ανίχνευση του καρκίνου σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99%, γεγονός πολύ σημαντικό επειδή, όπως εξηγεί ο Κέννεθ Κινζλερ, καθηγητής Ογκολογίας, «τα ψευδώς θετικά αποτελέσματα γίνονται αιτία να υποβάλλονται οι ασθενείς σε περιττές επεμβατικές ιατρικές διαδικασίες για την επιβεβαίωση του καρκίνου».
Το CancerSEEK παρήγαγε μόλις επτά ψευδώς θετικά αποτελέσματα.
Στη συνέχεια αξιολογήθηκε σε δείγμα 1.005 ασθενών με μη μεταστατικό σταδίου Ι έως ΙΙΙ καρκίνου των ωοθηκών, του ήπατος, του στομάχου, του παγκρέατος, του οισοφάγου, του παχέος εντέρου, του πνεύμονα ή του μαστού.
Η ενδιάμεση συνολική ευαισθησία ή ικανότητα ανίχνευσης του καρκίνου, ήταν 70% και κυμαινόταν από 98% στον καρκίνο των ωοθηκών έως 33% στον καρκίνο του μαστού.
Για πέντε καρκίνους (ωοθηκών, ήπατος, στομάχου, παγκρέατος, οισοφάγου) που δεν υπάρχουν διαγνωστικά τεστ, η ευαισθησία κυμαινόταν στο 69-98%.
Για να βελτιώσουν περαιτέρω τους αναλυτικούς παράγοντες που χρησιμοποίησαν στο CancerSEEK οι ερευνητές άντλησαν στοιχεία από 30ετη μελέτη για την γενετική του καρκίνου από το Κέντρο Ludwig του αμερικανικού πανεπιστημίου και έτσι καθόρισαν με ακρίβεια τον βέλτιστο αριθμό των βάσεων DNA που πρέπει να έχει. «Όσες περισσότερες βάσεις DNA έχεις, τόσες περισσότερες μεταλλάξεις μπορείς να ανιχνεύσεις. Σχεδιάσαμε έτσι το τεστ ώστε να περιλαμβάνει δείκτες DNA που είναι χρήσιμοι στην ανίχνευση καρκίνων και εξαιρέσαμε εκείνους που δεν έχουν κάποιο όφελος», εξηγεί ο Δρ Κοεν.