Ο θηλασμός μειώνει τις πιθανότητες εκδήλωσης νόσου Crohn και ελκώδους κολίτιδας στα παιδιά, σύμφωβνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Alimentary Pharmacology and Therapeutics. Μάλιστα, η διάρκεια του θηλασμού φαίνεται να καθορίζει και τον βαθμό προστασίας.
Ερευνητές του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ αξιολόγησαν 35 μελέτες, που είχαν διεξαχθεί από το 1961 έως το 2016 στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία. Σ’ αυτές συμμετείχαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες και τα στοιχεία για τη διάρκεια του θηλασμού προήλθαν από συμπληρωμένα ερωτηματολόγια. Ανέλυσαν στοιχεία από 7.536 ασθενείς με νόσο του Crohn και 7.353 με ελκώδη κολίτιδα, ενώ την ομάδα ελέγχου αποτέλεσαν 330.222 άτομα.
Παρότι υπήρχε ανομοιογένεια των συμπεριλαμβανόμενων στην ανασκόπηση μελετών, αλλά και ορισμένοι άλλοι περιορισμοί, όπως η αδυναμία αξιολόγησης της επίδρασης του χρόνου απογαλακτισμού στον κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που θήλασαν έστω και για μικρό χρονικό διάστημα έχουν χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ αργότερα στη ζωή τους.
Οι ερευνητές αφού συνέκριναν στοιχεία ασθενών που κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας είχαν θηλάσει για τρεις ή έξι μήνες και ασθενών που είχαν τραφεί με άλλους τρόπους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, διαπίστωσαν ότι η σχέση είναι αναλογική: όσο περισσότερο θηλάζει το βρέφος τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση του κινδύνου εμφάνισης ασθενειών. Επιπλέον, από τα αποτελέσματα της μελέτης φάνηκε ότι ο θηλασμός για 12 μήνες ή περισσότερο αύξησε περαιτέρω την πιθανότητα προστασίας από τη νόσο του Crohn απ' ότι μια σκωληκοειδεκτομή.
Όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα της ανασκόπησης, ο θηλασμός δεν παρέχει στα βρέφη μόνο τα απαραίτητα για την ανάπτυξή τους διατροφικά στοιχεία, ούτε προστατεύει τα νεογέννητα μόνο από τις λοιμώξεις. Η μελέτη φέρνει στο φως στοιχεία που αφορούν στην επίδραση της ευεργετικής αυτής πρακτικής σε άτομα διαφόρων εθνικοτήτων, σύμφωνα με τα οποία τα βρέφη των Ασιατών προστατεύονται περισσότερο από την εμφάνιση της νόσου του Crohn, συγκριτικά με αυτά των Καυκάσιων, ενδεχομένως εξαιτίας του υψηλότερου ποσοστού παιδικών λοιμώξεων στην Ασία, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ΙΦΝΕ. «Επομένως, η ισχυρότερη μείωση των λοιμώξεων από το θηλασμό σε αυτόν τον πληθυσμό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη μείωση των ΙΦΝΕ», τονίζεται.
Τα αντιβακτηριακά συστατικά και τα αντισώματα που υπάρχουν στο μητρικό γάλα μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο φαίνεται να υπάρχει αυτή η προστασία, σύμφωνα με την ομάδα. Η επίδρασή τους μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση, ενισχύοντας την έμφυτη ανοσία του βρέφους.
«Πλέον ενισχύεται η πεποίθηση ότι ο θηλασμός θωρακίζει τα παιδιά ενάντια και στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου, οι οποίες πιστεύεται ότι προκαλούνται από μια αδυναμία του ανοσοποιητικού συστήματος να φιλοξενήσει την εντερική μικροχλωρίδα, δηλαδή τους μικροοργανισμούς του εντέρου», σχολιάζει ο γενικός χειρουργός Δρ Αναστάσιος Ξιάρχος, πρόεδρος της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.
Η σύνθεση του μικροβιώματος του εντέρου και οι παράγοντες που το επηρεάζουν αποκτούν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη θέση μεταξύ των παραγόντων ανάπτυξης και εξέλιξης των Ιδιοπαθών Φλεγμονωδών Νόσων του Εντέρου (ΙΦΝΕ). Σύμφωνα με έρευνες, η μικροβιακή ισορροπία του εντέρου είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις επιδράσεις στην πρώιμη βρεφική ηλικία.
Ο θηλασμός είναι ήδη γνωστό ότι λειτουργεί προστατευτικά ποικιλοτρόπως. Για παράδειγμα, τα αντισώματα που περνούν από τη μητέρα στο βρέφος το προστατεύουν από λοιμώξεις κατά την παιδική ηλικία. Επίσης, τα βρέφη που θηλάζουν διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, αλλεργιών και άσθματος.
Όσον αφορά στην προστασία από την εμφάνιση ΙΦΝΕ, παλαιότερες έρευνες έχουν δείξει ότι ο θηλασμός ρυθμίζει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του εντέρου και δύναται έτσι να μειώσει την πιθανότητα που έχει ένα άτομο να παρουσιάσει κάποιο φλεγμονώδες νόσημα του εντέρου.