Αν και η ελληνική οικονομία απέχει από το να θεωρηθεί ότι έχει επιστρέψει σε πορεία ισχυρών ρυθμών διατηρήσιμης ανάπτυξης, εν τούτοις μετά και τη συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους έχει πάρει μια ανάσα ζωής, την οποία οι οικονομολόγοι την τοποθετούν ως το 2033.
Εξάλλου, μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα.
Ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές και μη εξυπηρετούμενα δάνεια βρίσκονται στα ύψη, καθώς οι μισοί φορολογούμενοι δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και τα μισά δάνεια είναι «κόκκινα». Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (92,4 δισ. ευρώ), αν και έχουν μειωθεί την περίοδο 2016-2018, παραμένουν στα ύψη, όπως και οι επιχειρήσεις-ζόμπι. Οι τραπεζικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 40 δισ. ευρώ από τον Σεπτέμβριο του 2014 και πάνω από τα 100 δισ. ευρώ στη διάρκεια της κρίσης, περιορίζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια.
Η υπερφορολόγηση, που φθάνει για τους ελεύθερους επαγγελματίες το 70%, πιέζει το επιχειρηματικό κλίμα με αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων, την ώρα που οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέρρευσαν, ενώ η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή.