Οι δύστροποι ασθενείς συχνά κάνουν δύσκολη τη ζωή του γιατρού, με συνέπεια να αυξάνεται η πιθανότητα λάθους στη διάγνωση, υποστηρίζουν ολλανδοί ερευνητές. Μάλιστα, ο κίνδυνος λανθασμένης διάγνωσης είναι αυξημένος άσχετα με το πόσο χρόνο ο γιατρός αφιερώνει στον δύστροπο ασθενή ή πόσο περίπλοκη ιατρικά είναι η περίπτωση του τελευταίου.
Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύονται στο επιστημονικό έντυπο BMJ Quality and Safety, ερευνητές του Ινστιτούτου Ερευνών Ιατρικής Εκπαίδευσης του Ιατρικού Κέντρου «Erasmus» του Ρότερνταμ, με επικεφαλής τη Δρ Σίλβια Μαμέντε, έθεσαν υπό παρακολούθηση 63 γιατρούς (στο τελευταίο έτος της ειδικότητάς τους), που κλήθηκαν να εξετάσουν διαφόρους ασθενείς, μεταξύ των οποίων άτομα επιθετικά, ανταγωνιστικά, αδιάφορα κ.α.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, όταν επρόκειτο για περίπλοκα ιατρικά περιστατικά, οι γιατροί ήταν 42% πιθανότερο να κάνουν λάθος διάγνωση σε ένα δύσκολο ασθενή από ό,τι σε έναν ουδέτερο ή φυσιολογικό.
Στα ελαφρά και απλά περιστατικά, η διαφορά ήταν μικρότερη μεν, αλλά δεν εξαφανιζόταν καθώς ο γιατρός είχε 6% μεγαλύτερη πιθανότητα να διαγνώσει λάθος την ασθένεια του δύστροπου ασθενή από ό,τι του φυσιολογικού.
Οι επιστήμονες αποδίδουν το φαινόμενο στο γεγονός ότι, ο γιατρός πρέπει να καταβάλει διανοητική προσπάθεια για να χειριστεί την προβληματική συμπεριφορά του ασθενή, πράγμα που τον αποσπά από το κυρίως ιατρικό-διαγνωστικό έργο του.
Όταν ένας ασθενής έχει συνεχώς απαιτήσεις, γκρινιάζει, μιλά άσχημα στον γιατρό, τον απειλεί ή αδιαφορεί για τις συμβουλές του και γενικά δεν τον παίρνει στα σοβαρά, τότε ο γιατρός μπορεί να μην είναι ακριβής στη σκέψη και στη διάγνωσή του.
Εξάλλου, μια άλλη μελέτη σε 74 εκπαιδευόμενους νοσοκομειακούς γιατρούς επιβεβαίωσε τα παραπάνω αποτελέσματα. Η διαγνωστική ακρίβεια των γιατρών ήταν 20% μικρότερη στις περιπτώσεις των δύσκολων ασθενών, παρόλο που ο χρόνος εξέτασης ήταν ίδιος για εύκολους και δύσκολους ασθενείς.