Πανελλήνια έρευνα στον σχολικό πληθυσμό «Βαρύς καπνιστής» ένας στους 10 Έλληνες μαθητές

 

Αθήνα
Ένας στους 5 μαθητές είναι καθημερινός καπνιστής, ενώ η κατανάλωση αλκοόλ είναι πολύ διαδεδομένη μεταξύ των εφήβων μαθητών στην Ελλάδα, χρήση παράνομων ουσιών αναφέρει το 12% των μαθητών, σύμφωνα με την έρευνα ESPAD 2011 που υλοποιείται από το ΕΠΙΨΥ σε συνεργασία με τον ΟΚΑΝΑ και τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ/Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η πανελλήνια έρευνα στο σχολικό πληθυσμό για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών (Έρευνα ESPAD) αποτελεί την 6η κατά σειρά πανελλήνια έρευνα στο μαθητικό πληθυσμό η οποία ξεκίνησε το 1984 από την Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεχίζεται έως σήμερα από το ΕΠΙΨΥ.

Η ESPAD μελετά την επικράτηση και τα χαρακτηριστικά της χρήσης νόμιμων και παράνομων εξαρτησιογόνων ουσιών. Επίσης, διερευνά ευρύτερα θέματα της συμπεριφοράς των μαθητών όπως τις φιλικές σχέσεις, τη βίαιη συμπεριφορά, τη σχολική απόδοση, τα κοινωνικο-οικονομικά και ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά των μαθητών, κ.τ.λ.

Για το 2011, στην ESPAD συμμετέχει αντιπροσωπευτικό δείγμα περίπου 10.000 μαθητών ηλικίας 13-18 ετών. Η συλλογή των στοιχείων γίνεται με τη χρήση ανώνυμου, αυτοσυμπληρούμενου ερωτηματολογίου που χορηγείται μέσα στην τάξη, χωρίς την παρουσία εκπαιδευτικού. Η συμμετοχή των σχολείων και των μαθητών στην έρευνα είναι προαιρετική.

Τα αποτελέσματα της έρευνας ESPAD που πραγματοποιήθηκε το 2007 στο μαθητικό πληθυσμό ηλικίας 13-18 ετών της Ελλάδας, καθώς και διαχρονικά στοιχεία για την περίοδο 1984-2007, παρουσιάζονται στο βιβλίο «Χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών από εφήβους μαθητές: νεότερα στοιχεία από την έρευνα ESPAD στην Ελλάδα και σε άλλες 34 χώρες» (Ά.Κοκκέβη, Α.Φωτίου και Γ.Κίτσος, Εκδόσεις Παπαζήση). 

Τα κυριότερα αποτελέσματα συνοψίζονται στα εξής: 
Κάπνισμα: Σχεδόν οι μισοί μαθητές έχουν δοκιμάσει τσιγάρο. Ένας στους 5 μαθητές είναι καθημερινός καπνιστής και ένας στους 10 είναι «βαρύς καπνιστής» (καπνίζει τουλάχιστον 10 τσιγάρα την ημέρα). Το κάπνισμα επικρατεί στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το κάπνισμα παρουσίασε μείωση σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία, στη συνέχεια μικρές διακυμάνσεις με νέα τάση μείωσης μεταξύ του 2003 και του 2007. Η μείωση αυτή συνοδεύεται από την αύξηση της ηλικίας έναρξης του καπνίσματος καθώς και από τη μείωση των μαθητών που ξεκίνησαν το κάπνισμα σε ηλικία νεότερη των 13 ετών. Συγκρινόμενη με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά καπνιστών αλλά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το βαρύ κάπνισμα.

Οινοπνευματώδη: Η κατανάλωση του αλκοόλ είναι πολύ διαδεδομένη μεταξύ των εφήβων μαθητών στην Ελλάδα. Ένας στους 7 μαθητές πίνει με συχνότητα 2-3 φορές την εβδομάδα. Σχεδόν οι μισοί μαθητές (42%) αναφέρουν υπερβολική χρήση αλκοόλ (ήπιαν 5 ή περισσότερα οινοπνευματώδη ποτά στη σειρά μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την έρευνα) και το ίδιο έχει κάνει πάνω από τρεις φορές το 15%. Επί πλέον, το 14,9% των αγοριών και το 9,5% των κοριτσιών έχουν μεθύσει μέσα στον τελευταίο μήνα. Η κατανάλωση αλκοόλ είναι περισσότερο διαδεδομένη στα αγόρια και στους μαθητές σε περιοχές εκτός της Αθήνας. Αν και η κατανάλωση αλκοόλ δεν εμφανίζει σημαντικές διαφορές από το 1984 έως σήμερα, εντούτοις παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των αγοριών που κάνουν υπερβολική κατανάλωση, ενώ αύξηση στον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρατηρείται αντίθετα μόνο στα κορίτσια. Σε σύγκριση με τους δεκαεξάχρονους μαθητές των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, στην Ελλάδα πίνουν μεν περισσότεροι έφηβοι αλλά λιγότεροι αναφέρουν επεισόδια υπερβολικής κατανάλωσης και μέθης. Στην Ελλάδα έρχονται πρώτα στις προτιμήσεις των εφήβων τα «ισχυρά» οινοπνευματώδη ποτά (ποτά με υψηλή περιεκτικότητα αλκοόλης), ενώ στις άλλες χώρες επικρατεί στις προτιμήσεις η μπίρα. Οι μισοί περίπου μαθητές στη χώρα μας αναφέρουν ότι αγόρασαν κάποιο οινοπνευματώδες ποτό για προσωπική τους χρήση μέσα στον τελευταίο μήνα, ενώ τα ¾ αναφέρουν αγορά σε μπαρ ή καφετέρια. Τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από αυτά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Χρήση ναρκωτικών: Χρήση παράνομων ουσιών (έστω και μία φορά σε όλη τη ζωή) αναφέρει το 12% των μαθητών στη χώρα μας με αναλογία αγοριών/κοριτσιών 3 προς 1. Περισσότεροι από τους μισούς μαθητές που αναφέρουν χρήση ουσιών έχουν επαναλάβει τη χρήση. Η κάνναβη είναι η περισσότερο διαδεδομένη παράνομη ουσία. Η χρήση παράνομων ουσιών είναι υψηλότερη στη Αθήνα σε σύγκριση με τις άλλες περιοχές της χώρας. Μεταξύ του 1984 και του 2007 παρατηρείται διπλασιασμός του ποσοστού της χρήσης ναρκωτικών στα αγόρια αλλά όχι στα κορίτσια. Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε το 1998 και έκτοτε παρατηρούνται σχετικά μικρές διακυμάνσεις. Αντίθετα με τα ναρκωτικά, η χρήση ηρεμιστικών ή υπνωτικών χωρίς ιατρική σύσταση παρουσίασε σημαντική μείωση στο παραπάνω χρονικό διάστημα, λόγω προφανώς της αυστηρότερης νομοθεσίας που εφαρμόστηκε στην συνταγογράφησή τους. Οι διακρατικές συγκρίσεις δείχνουν ότι η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με τα χαμηλότερα ποσοστά χρήσης παράνομων ουσιών στους 16χρονους μαθητές. Επίσης περισσότεροι μαθητές στην Ελλάδα εκτιμούν επικίνδυνη τη χρήση ναρκωτικών σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Χρήση ουσιών και ψυχολογική απόκλιση: Τα αποτελέσματα μιας ειδικότερης μελέτης που έγινε σε 20 χώρες της έρευνας ESPAD για τη σχέση μεταξύ της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών και ψυχολογικών χαρακτηριστικών έδειξε ότι οι μαθητές που κάνουν χρήση νόμιμων και παράνομων ουσιών εμφανίζουν σε υψηλότερο ποσοστό σε σύγκριση με τους μη χρήστες ψυχολογικές αποκλίσεις όπως αντικοινωνική συμπεριφορά, καταθλιπτικό συναίσθημα, ανομία, απόπειρες αυτοκτονίας, φυγές από το σπίτι. Μάλιστα υπάρχει μια σχεδόν γραμμική σχέση ανάμεσα στην ένταση της χρήσης των ουσιών και των ψυχολογικών αποκλίσεων, ενώ η συσχέτιση είναι μεγαλύτερη για τις παράνομες ουσίες – ιδιαίτερα για ουσίες εκτός της κάνναβης- από ότι για τις νόμιμες.

 

Πηγή: 
health.in.gr

Δείτε επίσης