Για πολλές χιλιάδες χρόνια, η θρησκεία εστιαζόταν στην τελετουργία και τις βραχυπρόθεσμες ανταμοιβές. Αυτό άρχισε να αλλάξει γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ., κατά τη λεγόμενη «Αξιακή Εποχή», όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες θρησκείες που έδιναν έμφαση στο καλό και το κακό. Σύμφωνα με νέα μελέτη, το κλειδί για την εμφάνισή τους ήταν η αύξηση του πλούτου.
Το σκεπτικό των ερευνητών που υπογράφουν τη δημοσίευση στο έγκριτο Current Biology είναι ότι οι βασικές αξίες των σημερινών μεγάλων θρησκειών, όπως η αυτοσυγκράτηση, ο ασκητισμός και ο ηθικός βίος, ήταν άπιαστες πολυτέλειες για τις πρώτες, φτωχές κοινωνίες.
Ο πλούτος, αντίθετα, επέτρεψε στους ανθρώπους να σκέφτονται περισσότερο το μέλλον, ακόμα και να απαρνούνται την ίδια την επίγεια ζωή, για χάρη μεταθανάτιων επιβραβεύσεων.
«Πρέπει κανείς να έχει περισσότερα για να έχει τη δυνατότητα να επιθυμεί λιγότερα» σχολιάζει στο δικτυακό τόπο του Science ο Νικολά Μπομάρ, ψυχολόγος του École Normale Supérieure στο Παρίσι και πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Όπως εξηγεί ο ερευνητής, οι θρησκείες δεν βασίζονταν πάντα στην ηθική. Για πολλές χιλιάδες χρόνια, βασίζονταν μόνο στην τελετουργία και τις βραχυπρόθεσμες επιβραβεύσεις. Αν για παράδειγμα θέλεις να βρέξει, απλά έπρεπε να κάνεις την κατάλληλη θυσία στους κατάλληλους θεούς.
Από το 500 μέχρι το 300 π.χ, η κατάσταση άλλαξε δραματικά σε όλη την Ευρασία -ήταν μια περίοδος που βαφτίστηκε «Αξιακή Εποχή» από τον γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, όρος που χρησιμοποιούν και οι ερευνητές. Θρησκείες που ξεπήδησαν εκείνη την εποχή από την Ελλάδα μέχρι την Ινδία και την Κίνα έδωσαν για πρώτη φορά ηθική διάσταση στον ανθρώπινο βίο. Ήταν θρησκείες όπως ο βουδισμός, ο στωικισμός και ο ζαϊνισμός, τις οποίες διαδέχθηκαν ο χριστιανισμός και το ισλάμ.
Προηγούμενες ψυχολογικές μελέτες είχαν δείξει πως, όταν οι άνθρωποι ζουν με λίγους πόρους, η στρατηγική που εφαρμόζουν αφορά την ανταμοιβή στο εδώ και τώρα. Η αποταμίευση πόρων δεν έχει κανένα νόημα αν κανείς πασχίζει να βρει αρκετή τροφή για σήμερα. Όταν όμως οι πόροι επαρκούν, το να προνοεί κανείς για το μέλλον αρχίζει να έχει νόημα.
«Η ευμάρεια άλλαξε την ψυχολογία των ανθρώπων και αυτό, με τη σειρά του, άλλαξε τη θρησκεία τους» λέει ο Μπομάρ.
Η ερευνητική ομάδα του εξέτασε ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα για μια μεγάλη ποικιλία πολιτισμών και προσδιόρισε πότε εμφανίστηκαν οι πρώτες ηθικοπλαστικές θρησκείες. Η ανάλυση επέτρεψε τη δημιουργία ενός μαθηματικού μοντέλου που δίνει την πιθανότητα εμφάνισης τέτοιων θρησκειών σε διάφορες κοινωνίες -πλούσιες ή φτωχές, μικρές ή μεγάλες, απλές ή περίπλοκες.
Το μοντέλο έδειξε ότι ένας από τους καλύτερους προγνωστικούς δείκτες για την εμφάνιση ηθοπλαστικών θρησκειών ήταν ο αριθμός των θερμίδων που έχει καθημερινά στη διάθεσή του ο μέσος άνθρωπος, υπό τη μορφή τροφίμων, καυσίμων και άλλων πόρων.
Σε πολιτισμούς που η κατά κεφαλήν διαθέσιμη ενέργεια ήταν κάτω από 20.000 kilocalories την ημέρα, η απουσία ηθικών θρησκειών ήταν ο κανόνας. Πάνω από αυτό το όριο, οι ηθικές θρησκείες ήταν πολύ πιο πιθανές.
Η μελέτη «είναι μακράν η σημαντικότερη εξέλιξη που έχω δει εδώ και καιρό» σχολίασε ο Ρίτσαρντ Σόσις, ανθρωπολόγος του Πανεπιστημίου του Κονέκτικατ που μελετά την εξέλιξη των θρησκειών, αλλά δεν συμμετείχε στην έρευνα.
Διαφορετική γνώμη έχει ωστόσο Έντουαρντ Σλίνγκερλαντ του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας, μελετητής των αρχαίων θρησκειών της Κίνας. Είναι υποστηρικτής μιας διαφορετικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία ο κρίσιμος παράγοντας για την εμφάνιση ηθικών θρησκειών είναι το μέγεθος και η πολυπλοκότητα κάθε κοινωνίας. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να συνεργάζονται με όλο και περισσότερο ανθρώπους, και η πίστη σε έναν ηθικό θεό βελτιώνει αυτή τη συνεργασία.
Ο Σλίνγκερλαντ παραδέχεται ωστόσο ότι η θεωρία του πάσχει από έλλειψη στατιστικών δεδομένων. Πιστεύει εξάλλου ότι η τελευταία έρευνα θα ενθαρρύνει τη μελέτη των θρησκειών με αυστηρά επιστημονικούς όρους.