Πολλοί άνθρωποι πάσχουν από κοινωνική αγχώδη διαταραχή, γνωστή και ως διαταραχή κοινωνικού άγχους ή κοινωνική φοβία, αλλά είτε δεν το ξέρουν, είτε υπομένουν στωικά την κατάστασή τους χωρίς να αναζητούν βοήθεια από κάποιο γιατρό ή ψυχολόγο.
Μια νέα αμερικανοβρετανική επιστημονική έρευνα (με ελληνική συμμετοχή) για πρώτη φορά συνέκρινε άμεσα τις δύο κυριότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις για την εν λόγω διαταραχή, δηλαδή την ψυχοθεραπεία και την φαρμακοθεραπεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η πρώτη υπερτερεί σε αποτελεσματικότητα.
Οι ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζον Χόπκινς, με επικεφαλής τον Έβαν Μάγιο Ουίλσον του Τμήματος Επιδημιολογίας, μαζί με συναδέλφους τους των πανεπιστημίων Οξφόρδης και University College του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ψυχιατρικής «Lancet Psychiatry», συνέλλεξαν και αξιολόγησαν (μετα-ανάλυση) στοιχεία από 101 κλινικές δοκιμές διεθνώς, οι οποίες αφορούσαν συνολικά 13.164 ασθενείς.
Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν εκδηλώσει σοβαρή και μακρόχρονη κοινωνική αγχώδη διαταραχή. Από αυτούς, οι 9.000 περίπου είχαν πάρει είτε κανονικά φάρμακα είτε ψευδο-φάρμακα (πλασέμπο), ενώ οι υπόλοιποι είχαν κάνει κάποιας μορφής ψυχοθεραπεία. Μερικοί ασθενείς είχαν συνδυάσει και τις δύο θεραπευτικές μεθόδους.
Το συμπέρασμα των ερευνητών είναι ότι, ενώ τα φάρμακα (κυρίως αντικαταθλιπτικά) αποτελούν την πιο συνηθισμένη θεραπεία που προτείνεται από τους γιατρούς και ακολουθείται από τους ασθενείς, στην πραγματικότητα η ψυχοθεραπεία, ιδίως η γνωστική (ή γνωσιακή) - συμπεριφορική, είναι περισσότερο αποτελεσματική. Επιπλέον, αντίθετα με την φαρμακοθεραπεία, έχει πιο διαρκή αποτελέσματα μετά το τέλος της θεραπείας.
Η κοινωνική φοβία συνήθως ξεκινά στην εφηβεία ή στην πρώιμη ενήλικη ζωή. Είναι μια διαταραχή σοβαρότερη από την απλή ντροπή, καθώς ο πάσχων νιώθει έντονο φόβο κατά τις κοινωνικές επαφές του, με συνέπεια να τις αποφεύγει όλο και περισσότερο και τελικά να απομονώνεται κοινωνικά.
Αρκετοί ασθενείς δυσκολεύονται να έχουν φίλους, να σπουδάσουν, να εργαστούν, ακόμη και να βγουν από το σπίτι τους. Σε πιο ήπιες περιπτώσεις, αισθάνονται ένα συνεχές άγχος ακόμη και στην προοπτική κάποιας κοινωνικής επαφής, πράγμα που υπονομεύει την ποιότητα της ζωής τους.
«Τα καλά νέα από την μελέτη μας είναι ότι η κοινωνική αγχώδης διαταραχή είναι θεραπεύσιμη. Τώρα που ξέρουμε τι φέρνει καλύτερο αποτέλεσμα, πρέπει να βελτιώσουμε τη δυνατότητα πρόσβασης στην ψυχοθεραπεία όσων υποφέρουν», δήλωσε ο Έβαν Μάγιο Ουίλσον.
Εκτιμάται ότι έως το 13% των Ευρωπαίων και Αμερικανών έχουν τη συγκεκριμένη διαταραχή, που δυσκολεύει τη ζωή τους. Οι περισσότεροι ποτέ δεν κάνουν την παραμικρή θεραπεία, ενώ όταν κάνουν, συνήθως καταφεύγουν στα φάρμακα που είναι η εύκολη λύση, λόγω και της έλλειψης αρκετών εξειδικευμένων ψυχοθεραπευτών στη συγκεκριμένη πάθηση.
Η νέα μελέτη έδειξε ότι ούτε ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακοθεραπείας είναι καλύτερος από τη σκέτη ψυχοθεραπεία. Από τις διάφορες μορφές ψυχοθεραπείας που δοκιμάστηκαν στις κατά καιρούς κλινικές δοκιμές, η τελική «ετυμηγορία» είναι ότι η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία είναι η καλύτερη γι’ αυτή την περίπτωση.
Χωρίς να παίρνει πολύ χρόνο (όπως π.χ. η κλασική ψυχανάλυση), εστιάζει την θεραπευτική διαδικασία στους παράλογους φόβους του ασθενούς και στις εδραιωμένες σκέψεις, αισθήματα και συμπεριφορές του, που τον εγκλωβίζουν ξανά και ξανά στην ίδια ψυχοπαθολογία.
Στη συνέχεια, με πρακτικά σταδιακά βήματα, η γνωσιακή - συμπεριφορική θεραπεία εκθέτει σιγά - σιγά τον ασθενή σε νέες καταστάσεις και εμπειρίες, έτσι ώστε αυτός να μάθει να ξεπερνά το άγχος και τις φοβίες του, κάθε φορά που συναντά ανθρώπους.
Από την άλλη, σύμφωνα με τους ερευνητές, για όσους δεν θέλουν να κάνουν ψυχοθεραπεία ή δεν βρίσκουν τον κατάλληλο ψυχοθεραπευτή, τα πιο σύγχρονα συνταγογραφούμενα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, οι «επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης» (SSRIs), είναι αποτελεσματικά.
Όμως, όπως προειδοποιούν, η φαρμακοθεραπεία μπορεί να έχει παρενέργειες, ακόμη και σοβαρές, ενώ δεν «δουλεύει» εξίσου για όλους τους ασθενείς, ούτε η βελτίωση των συμπτωμάτων διαρκεί πολύ, αφότου οι ασθενείς σταματούν να παίρνουν τα χάπια τους.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα φάρμακα παραμένουν σημαντικό μέρος του θεραπευτικού «οπλοστασίου», όμως θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως δεύτερη επιλογή, κυρίως όταν κάποιος ασθενής δεν θέλει την ψυχοθεραπεία ή δεν ανταποκρίνεται καλά σε αυτήν.
Στην έρευνα συμμετείχε και η Ιφιγένεια Μαυρανεζούλη, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999), η οπποία στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο Σέφιλντ. Σήμερα είναι ερευνήτρια στο Τμήμα Κλινικής Ψυχολογίας του University College του Λονδίνου.