Σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα στην οποία υπήρχε και ελληνική συμμετοχή ένας νέος γονιδιακός θερμοστάτης μπορεί να ελέγξει την ευαισθησία κάποιου στον πόνο και ρυθμίζεται από την επιρροή του τρόπου ζωής και του περιβάλλοντος.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτό σημαίνει ότι το πόσο αντέχει κανείς τον πόνο, μπορεί να αλλάξει στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου.
Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, καθώς μέχρι τώρα η αντοχή στον πόνο που έχει κάθε άνθρωπος θεωρούνταν λίγο πολύ σταθερή και αμετάβλητη. Είναι επιβεβαιωμένο ότι όσοι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι στον πόνο (τον αντέχουν λιγότερο), είναι πιο πιθανό κάποια στιγμή να εμφανίσουν κάποιο χρόνιο πόνο στο σώμα τους. Η νέα ανακάλυψη μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει στη δημιουργία νέου τύπου φαρμάκων κατά του χρόνιου πόνου.
Η αντοχή στον πόνο μπορεί να μεταβληθεί διαχρονικά, ως συνέπεια της ενεργοποίησης ή απενεργοποίησης ορισμένων γονιδίων από περιβαλλοντικούς παράγοντες και τον τρόπο ζωής κάποιου (διατροφή, κάπνισμα, αλκοόλ, έκθεση σε ρύπανση κ.α.) Η διαδικασία αυτή, που λέγεται «επιγενετική» στη βιολογία, σημαίνει ότι οι εξωτερικοί παράγοντες μεταβάλλουν με χημικό τρόπο τον τρόπο «έκφρασης» των γονιδίων, στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλάζοντας -προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο- το «κατώφλι» του πόνου ενός ανθρώπου.
Από ελληνικής πλευράς στην έρευνα συμμετείχε ο διακεκριμένος καθηγητής γενετικής Πάνος Δελούκας του Ινστιτούτου Wellcome Trust Sanger και της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου "Queen Mary" του Λονδίνου. Ακόμα στην έρευνα συμμετείχαν οι: Λουκία Τσαπρούνη (Wellcome Trust Sanger Institute), Χρυσάνθη Αϊναλή και Σοφία Τσόκα (King’s College Λονδίνου - Τμήμα Πληροφορικής), Εμμανουήλ Δερμιτζάκης, Αντιγόνη Δήμα και Αλεξάνδρα Νίκα (Ιατρική Σχολή πανεπιστημίου Γενεύης).