Την εξίσωση για τη μείωση των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων επιχειρούν να λύσουν η κυβέρνηση σε συνεργασία με τους ακτοπλόους. Οι δύο πλευρές αναμένεται να έχουν συνάντηση, πιθανότατα σήμερα, στο Μέγαρο Μαξίμου προκειμένου να αξιολογηθούν τα περιθώρια για πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν και οι τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων φέτος τον Αύγουστο σε σχέση με πέρυσι τον Αύγουστο παραμένουν στα ίδια επίπεδα, οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει κατά περίπου 40% εγείροντας το ερώτημα γιατί δεν έχουν αποκλιμακωθεί αντίστοιχα οι τιμές των εισιτηρίων.
Μάλιστα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών τη Δευτέρα το μεσημέρι, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δήλωσε ότι «η κυβέρνηση αυτή έχει αποδείξει ότι δεν αφήνει κανένα τέτοιο ζήτημα στην τύχη του», αναφέροντας ως παράδειγμα «είτε άμεσες παρεμβάσεις είτε παρεμβάσεις όπως αυτές που έγιναν στα ζητήματα της ενέργειας, που καλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων στο ρεύμα, πάνω από 80% και πολλές φορές 90% και στα κοινωνικά τιμολόγια 100%, είτε όπως στο ζήτημα της ακρίβειας των τροφίμων που είχαμε συγκεκριμένες παρεμβάσεις, οι οποίες συνεχίζονται και θα συνεχίζονται όσο υπάρχει ανάγκη». Προανήγγειλε μάλιστα «νεότερα από την κυβέρνηση άμεσα».
Από την πλευρά του ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος σε δηλώσεις του ανέφερε τη Δευτέρα το μεσημέρι ότι «θα εξετάσουμε τι ακριβώς συμβαίνει με τις τιμές στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια». Στα ραντεβού στο Μαξίμου αναμένεται να παρευρεθούν τόσο ο υπουργός Επικρατείας Ακης Σκέρτσος, ο υπουργός Ναυτιλίας Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Γιάννης Μπρατάκος όσο και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας μαζί με μέλη – επιχειρηματίες.
Σύμφωνα με πηγές του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας (ΣΕΕΝ), οι αυξήσεις των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων κατά το 2021 και το πρώτο μισό του 2022, που διαμόρφωσαν τις τιμές στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, κάλυψαν ένα ευρύτερο πακέτο αυξήσεων λειτουργικών εξόδων των ακτοπλοϊκών επιχειρήσεων που από το 2020 έως και το 2022 παρήγαγαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργικές ζημίες. Αυτός είναι άλλωστε και ένας απ’ τους λόγους που επαπειλείται κατάρρευση της ΑΝΕΚ και δρομολογείται διάσωσή της διά απορρόφησης από άλλη ακτοπλοϊκή, εξηγούν.
Επιπλέον, η μείωση των διεθνών τιμών του πετρελαίου δεν έχει περάσει ολόκληρη στα ναυτιλιακά καύσιμα, εξηγούν από τον ΣΕΕΝ, καθώς τις τελευταίες έξι εβδομάδες άλλαξε ο τρόπος τιμολόγησής τους από τους προμηθευτές με αποτέλεσμα τη διάβρωση των περιθωρίων για μειώσεις.
Συγκεκριμένα, στη HELLENiQ ENERGY (πρώην ΕΛΠΕ) στις αρχές Ιουνίου σταμάτησαν να χρησιμοποιούν ως δείκτη αναφοράς για την τιμολόγηση την τιμή του Marine Gas Oil (MGO) όπως αυτή διαμορφώνεται χρηματιστηριακά διεθνώς και έκτοτε χρησιμοποιούν ως δείκτη αναφοράς την τιμή του πετρελαίου Very Low Sulfur Oil (VLSO). Επί των δεικτών αυτών επιβάλλονται εκπτώσεις ή υπερτιμήματα και διαμορφώνεται η τελική τιμή των ναυτιλιακών καυσίμων της ακτοπλοΐας στην Ελλάδα.
Στις αρχές Ιουνίου, οπότε και εφαρμόστηκε η νέα τιμολογιακή πολιτική, η αύξηση που αυτή επέφερε ήταν της τάξης των 80 δολαρίων, από τα 500 ευρώ δηλαδή ο τόνος στα 580 ευρώ. Hτοι αύξηση μεγαλύτερη του 15%.
Εκτός από το κόστος των τιμών των καυσίμων έχουν αυξηθεί ήδη κατά 9% οι μισθοί και έχει συμφωνηθεί να αυξηθούν κατά περαιτέρω 5% από το επόμενο έτος –συνολικά δηλαδή κατά 14% στην τριετία–, ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί κατά τουλάχιστον τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες (400 μονάδες βάσης) τα κόστη εξυπηρέτησης του δανεισμού λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων, προσθέτουν οι ακτοπλόοι.
Και αυτό σε μία περίοδο κατά την οποία οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις είτε επενδύουν ήδη είτε καλούνται να επενδύσουν μεγάλα ποσά για τη μείωση του περιβαλλοντικού τους αποτυπώματος και τον εκσυγχρονισμό του στόλου, επισημαίνουν.
Οσον αφορά ποσό της τάξης των 50 εκατ. που εισέπραξαν οι ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κύκλοι του ΣΕΕΝ επισημαίνουν πως αυτά αφορούσαν δρομολόγια που δεν θα γίνονταν λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις αλλά πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συμφωνίας με το υπουργείο Ναυτιλίας που επωμίστηκε το κόστος των καυσίμων εκείνων των δρομολογίων.
Για τις δε άγονες γραμμές, η κατά περίπου 40 εκατ. αύξηση του ετήσιου προϋπολογισμού αφορά όχι υπάρχουσες συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας αλλά νέες άγονες γραμμές που προκηρύχθηκαν και για τις οποίες το ενδιαφέρον ήταν λίαν περιορισμένο.
Σε κάθε περίπτωση, κυβέρνηση και ακτοπλοϊκές επιχειρήσεις θα επιχειρήσουν να βρουν περιθώρια ώστε να καταστεί δυνατή η μείωση του κόστους των ακτοπλοϊκών μεταφορών ενόψει της κορύφωσης της θερινής περιόδου.
Από τα ακριβότερα μεταξύ 27 χωρών της Μεσογείου τα μικρά δρομολόγια
Αν και η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των φθηνότερων ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών όσον αφορά τις τιμές των εισιτηρίων της ακτοπλοΐας, έχει και κάποιες από τις ακριβότερες γραμμές.
Η ύπαρξη επαρκούς ζήτησης για έναν προορισμό, η οποία να μπορεί να συντηρήσει το λειτουργικό κόστος ενός ακτοπλοϊκού πλοίου, ταχύπλοου ή συμβατικού, μικρού ή μεγάλου, και η υγιής λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ ομοειδών πλοίων, μαζί με το κόστος των καυσίμων και την απόσταση, καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, σύμφωνα με μεγάλη πανευρωπαϊκή έρευνα της Vivanoda, διαδικτυακής πλατφόρμας αναζήτησης τρόπων και κόστους μεταφοράς μεταξύ ευρωπαϊκών και όχι μόνο προορισμών.
Με βάση αυτή την έρευνα, οι θαλάσσιες μεταφορές επιβατών στην Ελλάδα είναι από τις φθηνότερες στη Μεσόγειο και ειδικότερα οι φθηνότερες μεταξύ των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών, με εξαίρεση τη Γαλλία, όπου όμως επιδοτούνται οι γραμμές σύνδεσης με την Κορσική. Η Ελλάδα είναι έτσι η 11η ακριβότερη χώρα μεταξύ 27 κρατών της Μεσογείου, αλλά και η φθηνότερη μεταξύ των ευρωπαϊκών μεσογειακών χωρών.
Ωστόσο στην Ελλάδα βρίσκονται και κάποιες από τις ακριβότερες γραμμές μεταξύ αυτών των 27 κρατών, είτε εξαιτίας της μικρής ζήτησης για αυτές (με την επιβατική κίνηση να μην επαρκεί για να δημιουργήσει κύκλο εργασιών ικανό να υποστηρίξει τη δρομολόγηση πλοίων σε ανταγωνιστικές τιμές) είτε, αντιθέτως, λόγω της μεγάλης ζήτησης και της πεπερασμένης προσφοράς θέσεων.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, όπως στην Ευρώπη έτσι και στην Ελλάδα, τις περισσότερες φορές όταν μια απόσταση είναι ιδιαίτερα μικρή, το κόστος ανά άτομο ανά χιλιόμετρο τείνει να είναι αυξημένο συγκριτικά με τις μεγαλύτερες διαδρομές. Οι υψηλότερες τιμές παρατηρούνται ως επί το πλείστον τους θερινούς μήνες.
Σε περιπτώσεις που τα δρομολόγια γίνονται μόνο από μία εταιρεία ή ένα πλοίο, αφού δεν παρουσιάζουν εμπορικό ενδιαφέρον για να δρομολογηθούν πλοία και από άλλες εταιρείες, τα εισιτήρια εμφανίζονται ακριβότερα από τη μέση τιμή ανά άτομο για τη μετακίνηση 100 χλμ. στην Ελλάδα, που είναι στα 59,48 ευρώ, σύμφωνα πάντοτε με στοιχεία της ανεξάρτητης πλατφόρμας Vivanoda.
Οι ακριβότερες τιμές, όπως είναι αναμενόμενο, παρατηρούνται ως επί το πλείστον κατά τους θερινούς μήνες και σε διαδρομές όπου δρομολογούνται εποχικά μόνο ταχύπλοα σκάφη ή κάποια μικρότερα παλαιότερα πλοία με περιορισμένο ή καθόλου ανταγωνισμό.
«Στην κατάταξή μας με τις 50 φθηνότερες ακτοπλοϊκές γραμμές στην Ευρώπη, σχεδόν οι μισές είναι εγχώριες ελληνικές γραμμές», εξηγεί ο Νίκολας Πελιέ, επικεφαλής και ιδρυτής της Vivanoda.
Επισημαίνει όμως ότι πολλές ακτοπλοϊκές συνδέσεις πραγματοποιούνται μόνο τη θερινή περίοδο, «γεγονός που μπορεί να εξηγήσει τις υψηλότερες μέσες τιμές που χρεώνουν σε αυτό το διάστημα ακτοπλοϊκές εταιρείες σε ορισμένα δρομολόγια, προκειμένου να αξιοποιήσουν στο έπακρο αυτές τις γραμμές και να αντισταθμίσουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα σε περιόδους περιορισμένων λειτουργιών».