Μειώθηκε, λόγω κρίσης, η κατανάλωση μπύρας στην Ελλάδα

Πτωτικές τάσεις εμφανίζει η αγορά της μπύρας στην Ελλάδα, σαφώς επηρεασμένη από την τρέχουσα οικονομική κατάσταση και αναμένεται να παρουσιάσει περαιτέρω απώλειες την επόμενη διετία, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα κλαδικής μελέτης που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Icap Group.

Σύμφωνα με την έρευνα, την αγορά μπύρας στην Ελλάδα χαρακτηρίζουν ο έντονος ανταγωνισμός και η αυξημένη συγκέντρωση. Στον παραγωγικό τομέα επικεφαλής βρίσκονται οι δύο μεγαλύτερες ζυθοβιομηχανίες της χώρας, οι οποίες παράγουν, εισάγουν και διακινούν ισχυρά εμπορικά σήματα, ενώ δραστηριοποιούνται και λίγες ακόμη παραγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες σταδιακά αυξάνουν τα μερίδιά τους.

Επίσης, δραστηριοποιούνται και αρκετές εισαγωγικές εταιρείες του ευρύτερου κλάδου των ποτών και ειδών διατροφής, ενώ τα τελευταία χρόνια αισθητή είναι η είσοδος στον κλάδο κάποιων νέων επιχειρήσεων με χαρακτηριστικά μικρο-ζυθοποιίας. Από επιχειρηματική σκοπιά, δυνατό σημείο του κλάδου είναι κατ' αρχήν η ύπαρξη ισχυρών επιχειρηματικών σχημάτων με γνωστά και καθιερωμένα εμπορικά σήματα και μεγάλη ποικιλία προϊόντων. Δυνατό σημείο από πλευράς προϊόντος θεωρείται η χαμηλότερη τιμή της μπύρας σε σχέση με τα ανταγωνιστικά οινοπνευματώδη ποτά, η πληθώρα τελικών σημείων πώλησης, με "εύκολη" πρόσβαση για τους καταναλωτές.

Όπως επισημαίνει η διευθύντρια Οικονομικών - Κλαδικών Μελετών της ICAP Group, Σταματίνα Παντελαίου, το βασικό χαρακτηριστικό της ζήτησης μπύρας στην Ελλάδα, είναι η εποχικότητα. Η περίοδος με τη μεγαλύτερη ζήτηση αρχίζει τον Μάρτιο και διαρκεί 8 μήνες περίπου ενώ η κορύφωσή της σημειώνεται μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου. Η τουριστική κίνηση στη χώρα μας συμβάλλει θετικά στην εγχώρια κατανάλωση μπύρας.

Επίσης, προσδιοριστικός παράγοντας της ζήτησης μπύρας είναι και η τιμή σε σύγκριση με τις τιμές των άλλων οινοπνευματώδη ποτών. Από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών που διενεργεί η ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι το μερίδιο των μέσων μηνιαίων δαπανών για μπύρα επί των δαπανών για οινοπνευματώδη ποτά γενικότερα ανέρχεται σε 28,7%. Όσον αφορά τα υποκατάστατα προϊόντα, η διείσδυση στην αγορά ποτών χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ όπως τα ποτά ready to drink ασκεί έντονο ανταγωνισμό στον κλάδο, καθώς τα εν λόγω προϊόντα αποσπούν μερίδιο αγοράς από τη μπύρα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται τάση μετατόπισης της ζήτησης μπύρας, από την "κρύα" αγορά προς τη "ζεστή", με την πρώτη να εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο".

Ο βαθμός αυτάρκειας στην ελληνική αγορά μπύρας είναι υψηλός (κυμαίνεται μεταξύ 87%-90%). Η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση μπύρας παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 2000-2010, με το μέσο ετήσιο ρυθμό να διαμορφώνεται σε -0,9%. Ωστόσο, την τελευταία διετία μόνο, η κατανάλωση μπύρας υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4%-5%. Η εισαγωγική διείσδυση στην αγορά μπύρας παρουσιάζει ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια.

Στο πλαίσιο της μελέτης συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει δείγματος 8 παραγωγικών εταιρειών, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμοι ισολογισμοί των χρήσεων 2009 και 2010. Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε σε 530,4 εκατ. ευρώ το 2010, παρουσιάζοντας μείωση 12,8% σχέση με το 2009, οφειλόμενη κυρίως στη σημαντική μείωση της αξίας των διαθεσίμων. Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 297,8 εκατ. ευρώ το 2010, εμφανίζοντας μείωση (-21,8%) σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Πτώση (κατά 16,4%) παρουσίασαν οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις την ίδια περίοδο. Αντίθετα, οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις αυξήθηκαν (κατά 11,4%) και ανήλθαν σε 166,1 εκατ. ευρώ το ίδιο έτος. Οι συνολικές πωλήσεις των οκτώ (8) επιχειρήσεων παρουσίασαν αύξηση (3%) και διαμορφώθηκαν σε 564,1 εκατ. ευρώ το 2010. Τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν, επίσης, με ανάλογο ρυθμό (3,6%). Ωστόσο, η σημαντική αύξηση των λειτουργικών εξόδων (κατά 11,7%), οδήγησε στην επιδείνωση του λειτουργικού αποτελέσματος (-20,5%). Τα κέρδη προ φόρου μειώθηκαν κατά 23,8% και διαμορφώθηκαν σε 82,8 εκατ. ευρώ το 2010. Ομοίως, τα κέρδη EBITDA υποχώρησαν το τελευταίο έτος κατά 11,1% και διαμορφώθηκαν σε 130,1 εκατ. ευρώ.

Πηγή: 
http://molonoti.gr

Δείτε επίσης