Διονύσης Τεμπονέρας: Δεν νιώθω εσωκομματική αντιπολίτευση
«Δεν νιώθω εσωκομματική αντιπολίτευση» δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Διονύσης Τεμπονέρας, μέλος της πολιτικής γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ μιλώντας στην τηλεόραση της "ΕΡΤ" για τις εξελίξεις στο κόμμα.
Ο Διονύσης Τεμπονέρας ρωτήθηκε και για την αποχώρηση του Στέφανου Κασσελάκη την ώρα που ήταν στο βήμα ο ίδιος στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας: «Δε νομίζω ότι είναι αξιόλογο το περιστατικό. Υπήρχε μια ήπια κριτική βεβαίως, εντός των οργάνων μπορεί να κουβεντιάζουμε, μπορεί να συμφωνούμε, μπορεί να διαφωνούμε. Είναι κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο και είναι στοιχείο και δημοκρατίας και πλουραλισμού και πολυσυλλεκτικότητα για ένα μεγάλο κυβερνητικό κόμμα».
«Προφανώς έχουμε μπροστά μας μια κρίσιμη διαδικασία, όπως είναι αυτή του συνεδρίου. Η απόφαση Κεντρικής Επιτροπής μιλάει για διεξαγωγή του στα τέλη Φεβρουαρίου, άρα εκεί έχουμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, ζητήματα προγραμματικά, ζητήματα ιδεολογικά να τα κουβεντιάσουμε, να κάνουμε συνθέσεις, τις απαραίτητες συνθέσεις που χρειάζεται ο χώρος για να μπορέσουμε να πάμε στην επόμενη μέρα. Αυτή η εσωκομματική συζήτηση νομίζω ότι κάπου πρέπει να τελειώσει. Από κει και πέρα έχουμε προβλήματα πραγματικά, τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε. Έχουμε σωρεία νομοσχεδίων τα οποία έρχονται στη Βουλή αυτή τη στιγμή. Το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο επιβάλλει επιπλέον φόρο περίπου 1.450 ευρώ στους επαγγελματίες».
«Μπροστά μας έχουμε ένα συνέδριο το οποίο θα λύσει υπαρκτές διαφορές. Από κει και πέρα όμως αν θέλει κάποιος να θεμελιώσει μια ισχυρή πολιτική διαφωνία και με ιδεολογικούς όρους, ο χώρος εντός του οποίου θα πρέπει να γίνει η συζήτηση αυτή είναι το συνέδριο του κόμματος. Αλλά σέβομαι την επιλογή των πρώην συντρόφων, οι οποίοι, ξεκινούν μια άλλη διαδικασία πολιτική. Από κει και πέρα όμως, νομίζω ότι υπάρχει ο χώρος αυτή τη στιγμή εντός του ΣΥΡΙΖΑ για όλες τις εκφάνσεις και τα ρεύματα της Αριστεράς» σημείωσε.
Στην ερώτηση αν είναι αριστερό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε: «Είναι ένα κόμμα το οποίο ξεκινάει από το έδαφος της Αριστεράς και βεβαίως απλώνεται σε ένα κυβερνητικό μεγάλο κόμμα, στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Ξέρετε, το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ το αμέσως επόμενο διάστημα είναι μια υπαρκτή δημοκρατική κοινωνική πλειοψηφία να τη μετεξελίξει σε αυτό που ονομάζουμε πολιτική πλειοψηφία. Αυτό βεβαίως θα γίνει στο έδαφος της Αριστεράς. Από κει και πέρα όμως, απλωνόμαστε, με βάση τη διακήρυξη μας, από τη ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι και το προοδευτικό κέντρο».
Σε αυτό το σημείο ο ίδιος είπε χαρακτηριστικά: «Δεν νιώθω εσωκομματική αντιπολίτευση. Νιώθω ένας άνθρωπος ο οποίος μαζί με άλλους συντρόφους υπερασπίζεται αυτό για το οποίο παλέψαμε όλοι μαζί στον ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία δεκαετία που υπάρχει το εγχείρημα αυτό. Είμαι μεταξύ εκείνων που θεωρώ ότι θεωρούν το εγχείρημα αυτό είναι βιώσιμο, έχει προοπτική, είναι χρήσιμο πάνω από όλα στην ελληνική κοινωνία και γι’ αυτό θα δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις προκειμένου αυτό να επιτύχει».
Σε ερώτηση εάν θα παραμείνει στον ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε πως δεν τίθεται θέμα επ’ αυτού: «Έχουμε μπροστά μας μια διαδικασία προσυνεδριακή, πάρα πολύ σημαντική. Εκεί θα καθορίσουμε και θα προσδιορίσουμε και την αριστερή προοδευτική εναλλακτική μας ταυτότητα. Και υπάρχει ο χώρος αυτός να γίνουν και οι συζητήσεις και οι επεξεργασίες και να δώσουμε στους πολίτες, αυτό που έχουν ανάγκη. Ένα εναλλακτικό κυβερνητικό σχέδιο που θα απαντά στα προβλήματα, είτε αυτά αφορούν τη φορολογία, είτε αφορούν το ασφαλιστικό, είτε τα ζητήματα της οικονομίας και κοινωνίας (…) Εμείς θα επαναφέρουμε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία για το ιδιωτικό χρέος. Βεβαίως ήταν μια συλλογική προσπάθεια. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο σχέδιο».
«Νομίζω όμορες πολιτικές δυνάμεις του ευρύτερου δημοκρατικού προοδευτικού χώρου είναι εκείνες τις οποίες μπορούν να έχουμε πεδία συνεργασίας. Το αποδείξαμε άλλωστε και σε επίπεδο αυτοδιοικητικών εκλογών» είπε στη συνέχεια.
Για το ΠΑΣΟΚ είπε, ότι «μπορεί να είναι συνομιλητής μας, το αμέσως επόμενο διάστημα, σε ζητήματα καθημερινότητας, σε ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με προγραμματικά θέματα τα οποία ανακύπτουν καθημερινά και νομίζω ότι είναι ένας χώρος τον οποίο πρέπει και οφείλουμε να κουβεντιάσουμε. Επαναλαμβάνω όχι σε επίπεδο κορυφής».
Τέλος για τις δημοσκοπήσεις, ανέφερε ότι «είναι μια φωτογραφία της κακής μας στιγμής. Είμαστε ακριβώς σε μια διαδικασία εσωκομματική, η οποία προφανώς έχει στενοχωρήσει και έχει απογοητεύσει αρκετό κόσμο. Από εκεί και πέρα όμως, υπάρχουν τα περιθώρια και για ανασύνταξη των δυνάμεων. Προφανώς ο στόχος στις αμέσως επόμενες ευρωεκλογές δεν είναι κατά την άποψή μου τόσο ποσοτικός. Είναι να δείξουμε στην ελληνική κοινωνία ότι έχουμε μια ρεαλιστική, εφαρμόσιμη πρόταση, η οποία μπορεί να μας κάνει να έρθουμε ξανά σε κυβερνητική τροχιά».
Τι είπε για το φορολογικό νομοσχέδιο
Ο Διονύσης Τεμπονέρας αναφέρθηκε και στο φορολογικό νομοσχέδιο λέγοντας πως: «Εμείς έχουμε πει κανένα τεκμαρτό, καμία τριετία και προσαύξηση ουσιαστικά του φόρου ανάλογα με τον χρόνο τον οποίο έχει ένας επαγγελματίας τη δραστηριότητά του. Αλλά έχουμε εμφανίσει και ένα ολιστικό σχέδιο, το οποίο έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της φορολογίας ως ένα στοιχείο αναδιανομής του πλούτου μεν, αλλά όχι βεβαίως εις βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.
Λέμε ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα απλό φορολογικό σύστημα, μια ενιαία φορολογική κλίμακα, προοδευτική βεβαίως για τα μεγαλύτερα εισοδήματα, για να κάνουμε πράξη αυτό που ορίζει το Σύνταγμα, ότι ο κάθε πολίτης συμμετέχει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητές του.
Και από εκεί και πέρα βεβαίως έχουμε πει ότι θα στηρίξουμε όχι μόνο τον κόσμο της μικρομεσαία επιχειρηματικότητας με ρευστότητα στον τραπεζικό δανεισμό, θα καταπολεμήσουμε την υπαρκτή μεγάλη κυρίως και μεσαία αλλά και μικρή φοροδιαφυγή. Θα προσφύγουμε, σε μέσα και εργαλεία τα οποία παρουσιάζονται και υπάρχουν διαθέσιμα στη νέα ψηφιακή εποχή. Θα πάμε σε μια διαδικασία, όπου μπορούμε τον παραγόμενο πλούτο να τον εντοπίσουμε. Βεβαίως να πληρώσουν εκείνοι οι οποίοι έχουν και τον μεγάλο πλούτο και από εκεί και πέρα βεβαίως θα πάμε και σε μια διαδικασία που πράγματι μπορούν οι πολίτες να νιώθουν ασφαλείς, δηλαδή να μην έχουν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον για να μπορεί η επιχειρηματικότητα να έχει μια καλύτερη αντιμετώπιση από πλευράς της πολιτείας και του κράτους».