Η Meta, η μητρική εταιρεία του Facebook, αφαίρεσε σελίδες, ομάδες και λογαριασμούς που σχετίζονται με επιχειρήσεις που ελέγχονται από τον στρατό της Μιανμάρ, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία τον Φεβρουάριο ανατρέποντας τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.
Η ανακοίνωση της Τετάρτης ήρθε μια ημέρα αφότου ομάδες που εκπροσωπούν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες Ροχίνγκια στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσαν μήνυση ζητώντας 150 δισεκατομμύρια δολάρια από την εταιρεία, η οποία, όπως ισχυρίστηκαν, επέτρεψε τη διάδοση της ρητορικής μίσους στην πλατφόρμα της στη Μιανμάρ.
Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι οι αλγόριθμοι του Facebook έδωσαν προτεραιότητα στο «επικίνδυνο και επιβλαβές περιεχόμενο» και ότι η εταιρεία είχε επανειλημμένα προειδοποιηθεί για τη ρητορική μίσους και παραπληροφόρησης κατά των Ροχίνγκια στο σύστημά της.
Ο διευθυντής πολιτικής της Meta για τις αναδυόμενες χώρες Ασίας-Ειρηνικού, Ραφαέλ Φράνκελ, ανακοίνωσε σε ανάρτησή του ότι η εταιρεία επεκτείνει την απαγόρευση που έχει επιβάλει στο στρατό της Μιανμάρ, για να συμπεριλάβει και επιχειρήσεις στις οποίες ο στρατός ήταν μέτοχος μειοψηφίας.
Ο Φράνκελ μιλώντας στους Financial Times σημείωσε ότι η εταιρεία αναλαμβάνει δράση επειδή τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν από τη διεθνή κοινότητα και μη κυβερνητικές ομάδες απέδειξαν ότι αυτές οι επιχειρήσεις είχαν «άμεσο ρόλο στη χρηματοδότηση του Tatmadaw [βιρμανικού στρατού] και της συνεχιζόμενης βίας και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ».
Παράλληλα, τόνισε ότι η απόφαση της εταιρείας δεν είχε «καμία σχέση» με τη μήνυση που προηγήθηκε καθώς είχε ληφθεί «πριν από μερικές εβδομάδες».
Σχολιάζοντας τη μήνυση η Meta, είπε ότι ήταν «σοκαρισμένη» από τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά των Ροχίνγκια και περιέγραψε τα βήματα που είχε λάβει στη Μιανμάρ, συμπεριλαμβανομένης της οικοδόμησης μιας ειδικής ομάδας βιρμανόφωνων και της επένδυσης στην τεχνολογία της βιρμανικής γλώσσας για τη μείωση του «παραβατικού» περιεχομένου.
Η εταιρεία δέχεται εντεινόμενες πιέσεις μετά την καταστολή των Ροχίνγκια από τον στρατό το 2017, η οποία σκότωσε χιλιάδες και ανάγκασε περισσότερους από 740.000 να καταφύγουν στο Μπαγκλαντές.