GD Infrastrutture: Εμείς μπορούμε να παραδώσουμε ότι μας αναλογεί στην Πατρών Πύργου νωρίτερα
Σε έγγραφη διαβεβαίωση, ότι είναι σε θέση να ολοκληρώσει τις δύο εργολαβίες που έχει αναλάβει στον άξονα Πάτρα – Πύργος νωρίτερα από το προβλεπόμενο, προχώρησε στις αρχές της εβδομάδας η ιταλική GD Infrastrutture, σε μια προσπάθεια της εταιρείας να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, μετά το «πάγωμα» του έργου από την πλευρά του υπ. Υποδομών.
Ειδικότερα, σε σχετική επιστολή της προς τον κ. Κ. Αχ. Καραμανλή, αλλά και τον γεν. γραμματέα Υποδομών Γ. Καραγιάννη, η εταιρεία αναφέρει ότι «είμαστε σε θέση να περατώσουμε τις κατασκευαστικές εργασίες που έχουμε αναλάβει έως κι έξι μήνες νωρίτερα του προβλεπόμενου συμβατικού χρόνου, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση τόσο της άμεσης άρσης αναστολής των πληρωμών, που έχει διαταχθεί από τις υπηρεσίες σας όσο και της άμεσης επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται συνήθως κατά την εκτέλεση των έργων αυτής της κλίμακας και σπουδαιότητας».
Όπως αναφέρει η kathimerini, με τον τρόπο αυτό, η ανάδοχος εταιρεία επιχειρεί να εγγυηθεί για τη δυνατότητά της να υλοποιήσει το έργο, δεδομένου ότι δεν έχει υπάρξει καμία πληροφόρηση από την πλευρά των υπηρεσιών του υπουργείου για το τι μέλλει γενέσθαι αναφορικά με την τύχη του κι ενώ ο κ. Καραμανλής έχει δηλώσει κατ’ επανάληψιν ότι το έργο δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί έγκαιρα (δηλαδή έως το 2023) με τον τρόπο που έχει σχεδιαστεί, γεγονός που θα θέσει σε κίνδυνο την κοινοτική του χρηματοδότηση.
Παράλληλα, έχει σημειώσει ότι το τελικό κόστος θα είναι μεγαλύτερο από το προβλεπόμενο, κάτι βέβαια που ισχύει για την πλειονότητα των εκτελούμενων δημοσίων έργων στην Ελλάδα και το οποίο οφείλεται περισσότερο στον κακό και ελλιπή σχεδιασμό και λιγότερο σε αστοχίες ή κακοτεχνίες των τεχνικών εταιρειών.
Σε κάθε περίπτωση, στελέχη της αγοράς των κατασκευών σημειώνουν ότι ο μέχρι τώρα χειρισμός της υπόθεσης από το υπ. Υποδομών έχει ήδη φέρει το έργο πίσω κατά τουλάχιστον 6-9 μήνες, διάστημα που θα απαιτηθεί για την επαναδιαπραγμάτευση με τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κι εφόσον ληφθεί από εκείνες το πράσινο φως για την επαναδημοπράτησή του, χωρίς μάλιστα να λαμβάνεται υπόψη το ενδεχόμενο δικαστικών προσφυγών από τις αναδόχους εταιρείες.
Από την άλλη πλευρά, αν το έργο όντως ενταχθεί, όπως αφήνεται να διαρρεύσει από το υπ. Υποδομών, στην κοινοπραξία της Ολυμπίας Οδού, θα πρέπει αυτό να γίνει με πολύ προσεκτικό τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον, καθώς θα πρέπει το αποτυπωθέν κόστος να είναι εφάμιλλο του σημερινού, που προβλέπει μεσοσταθμική έκπτωση της τάξεως του 50%, με βάση τις συμβάσεις που έχουν υπογραφεί.
Σε αντίθετη περίπτωση, θα προκύπτει «οσμή σκανδάλου», καθώς θα πρέπει η διοίκηση να δικαιολογήσει το πώς σταματά ένα έργο με κόστος χαμηλότερο κατά 50%, για να το αναθέσει χωρίς διαγωνισμό σε άλλες εταιρείες χωρίς καμία έκπτωση, έστω κι αν λάβει κάποια άλλα αντισταθμιστικά έργα ως αντάλλαγμα.