Έτσι θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ενδοοικογενειακή βία

Του   Άγγελου Τσιγκρή*

Οι παράγοντες στους οποίους οφείλεται η ενδοοικογενειακή βία είναι πολλοί, ωστόσο, η άνιση θέση των γυναικών στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις και στην κοινωνία γενικότερα, φαίνεται να αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί. Η βία κατά των γυναικών προκύπτει ως αποτέλεσμα κακών πρακτικών του παρελθόντος (όπως για παράδειγμα η προίκα) και της αποτυχίας της άσκησης των γυναικείων καθηκόντων στο σπίτι. Ο διαρκής κύκλος της βίας τροφοδοτείται, επίσης, από παράγοντες όπως η χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση, τα περιορισμένα εισοδήματα, οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η απόκτηση πολλών παιδιών, η διαρκής εγκυμοσύνη, η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών. 

Πρόκειται για ανησυχητικά διαδεδομένο φαινόμενο -ιδιαίτερα στις μέρες μας- που επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στα θύματα. Τα ψυχολογικά προβλήματα και τα ψυχιατρικά σύνδρομα του δράστη αποτελούν παράγοντα που αυξάνει τις πιθανότητες εκδήλωσης ενδοοικογενειακής βίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα δύο κυρίαρχα πεδία ψυχικής υγείας, η ψυχιατρική και η κλινική ψυχολογία -αυτά που είναι επιφορτισμένα με τη διερεύνηση και τη φροντίδα του νου, του εγκεφάλου και της συμπεριφοράς- απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από την έρευνα και την παρέμβαση για την ενδοοικογενειακή βία. 

Η ενδοοικογενειακή βία έχει πάντα τις ρίζες της σε ένα κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο και οι στάσεις του κοινού σχετικά με το τι είναι ή δεν είναι αποδεκτό στις στενές σχέσεις αντικατοπτρίζουν αυτούς τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς κανόνες. Χωρίς θεμελιώδη αλλαγή στις κοινωνικές συμπεριφορές που ενθαρρύνουν, συγχωρούν και διαιωνίζουν την ενδοοικογενειακή βία, δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε αποτελεσματικά σε αυτό πρόβλημα. 

Η στάση του κοινού σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο ζουν τα θύματα, το οποίο με τη σειρά του συμβάλει είτε στη διαιώνιση είτε στη μείωση των επιπέδων της. Ένα κοινωνικό περιβάλλον που δέχεται ή/και υποστηρίζει την ενδοοικογενειακή βία, συμβάλλει στη δημιουργία κλίματος ανεκτικότητας που ενθαρρύνει τους δράστες να επιμείνουν στη βίαιη συμπεριφορά τους, ενώ ταυτόχρονα αποθαρρύνει τις γυναίκες να μιλήσουν δημόσια για αυτή. 

Προκειμένου να είναι αποτελεσματικό ένα πρόγραμμα πρωτογενούς πρόληψης κατά της ενδοοικογενειακής βίας θα πρέπει: 1) να λαμβάνει χώρα σε κοινοτικό επίπεδο, 2) να έχει επίκεντρο τη δημόσια εκπαίδευση και 3) να υιοθετεί μια πολιτική μηδενικής ανοχής κατά της βίας. Επιπλέον, απαιτείται δευτερογενής πρόληψη για την έγκαιρη ανίχνευση και τη θεραπεία των πληθυσμών σε κίνδυνο, ενώ θα πρέπει να είναι διαθέσιμη τριτοβάθμια πρόληψη, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλευτικής και άλλων υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης στα θύματα.

*Πρώην γενικός γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής