Σε σημερινό άρθρο του στους Financial Times ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος, αναφέρεται στα βασικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει το νέο πρόγραμμα, που διαπραγματεύεται η Ελλάδα με την τρόικα.
Πρώτον, πρέπει να εφαρμοστούν γρήγορα τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεγάλου βεληνεκούς αποκρατικοποιήσεις και αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Δεύτερον, η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να γίνει κατά τα δύο τρίτα με μειώσεις των δημόσιων δαπανών, ώστε να μειωθεί το ποσοστό τους στο εθνικό εισόδημα και να δοθούν τα περιθώρια για την άνθηση των εξαγωγών.
Τρίτον, καθώς θα ξαναρχίζει η ανάπτυξη και θα αυξάνονται τα δημόσια έσοδα, πολλές από τις πρόσφατες αυξήσεις φόρων θα μπορούν μετά να αντιστραφούν.
Τονίζει ότι η Ελλάδα έχει αναλάβει επώδυνες προσαρμογές και έκανε πρόοδο για την επίλυση των προβλημάτων της, αλλά χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επιτύχει τους επιδιωκόμενους στόχους. Η οικονομία βρίσκεται για πέμπτο έτος σε ύφεση, το ποσοστό ανεργίας διογκώνεται, τα δημοσιονομικά και εξωτερικά ελλείμματα παραμένουν μεγάλα και οι Έλληνες δανειολήπτες παραμένουν αποκλεισμένοι από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Αυτό δεν ήταν, προσθέτει ο Διοικητής, ότι προέβλεπε το πρόγραμμα που συμφωνήθηκε τον Μάιο του 2010, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα επέστρεφε στην ανάπτυξη και στις αγορές το 2012.
Ο κ. Προβόπουλος αναφέρει τέσσερις λόγους, οι οποίοι οδήγησαν στην αποτυχία του τρέχοντος προγράμματος.
Πρώτον, η εφαρμογή πολλών μέτρων του προγράμματος ήταν αργή και μη αποδοτική.
Δεύτερον, τα μέτρα προσαρμογής στην Ελλάδα το περασμένο έτος ήταν κατά 60% από την πλευρά των της αύξησης των εσόδων (κυρίως των φορολογικών) και κατά 40% από την πλευρά των μειώσεων δημοσίων δαπανών, ενώ η εμπειρία δείχνει ότι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που βασίζονται στις μειώσεις δαπανών προκαλούν μικρότερη συρρίκνωση της οικονομίας σε σχέση με αυτά που βασίζονται σε αυξήσεις της φορολογίας. Αυτό το μείγμα πολιτικής είχε αρκετές συνέπειες, προσθέτει ο κ. Προβόπουλος: Μείωσε τα κίνητρα των επιχειρήσεων για επενδύσεις, περιορίζοντας την (μετά τη φορολογία) απόδοση των επενδύσεων, προκάλεσε αβεβαιότητα για την πολιτική, μείωσε τα (μετά τη φορολογία) εισοδήματα περιορίζοντας την ιδιωτική κατανάλωση, ενώ το ποσοστό των δημοσίων δαπανών παρέμεινε πάνω από το 50% του ΑΕΠ. Επιπλέον, μειώθηκαν πολύ οι δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες είναι ένας βασικός παράγοντας για τη μελλοντική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Τρίτον, το μεγάλο μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής δεν την καθιστούσε εύκολη, καθώς η προσαρμογή για τα ελληνικά νοικοκυριά ήταν διπλάσια σε σχέση με την προσαρμογή των ιρλανδικών νοικοκυριών και υπερδιπλάσια από τα πορτογαλικά νοικοκυριά. Ωστόσο, οι δυσκολίες στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποκρατικοποιήσεων και μέτρων βελτίωσης του φοροεισπρακτικού μηχανισμού μεγέθυναν τον αναπόφευκτο πόνο και οδήγησαν σε μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη ύφεση.
Τέταρτον, η Ελλάδα δεν προχώρησε μόνο σε μεγαλύτερη προσαρμογή από την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, αλλά και η οικονομία της συρρικνώθηκε περισσότερο για κάθε ποσοστιαία μονάδα προσαρμογής. Αυτό οφείλεται, σημειώνει ο κ. Προβόπουλος, στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μία σχετικά κλειστή οικονομία.