Επιστήμονες με μία κοινή χρωστική τροφίμων έκαναν διάφανο το δέρμα ζωντανών ποντικιών, επιτρέποντας στους επιστήμονες να μελετήσουν τα όργανά τους... οπτικά!
Είναιη πρώτη φορά που επιστήμονες χρησιμοποιούν την τεχνική αυτή για να απεικονίσουν τους ιστούς ζωντανών ποντικιών στο μικροσκόπιο,
Οι ερευνητές δοκίμασαν την τεχνική σε τρωκτικά χρησιμοποιώντας ένα πιστοποιημένο από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ χρωστικό πρόσθετο που ονομάζεται ταρτραζίνη, γνωστό και ως FD&C Yellow No. 5.
Η πορτοκαλο-κίτρινη αυτή βαφή προστίθεται συχνά σε προϊόντα όπως γλυκίσματα και ζαχαρωτά, καθώς και διάφορα ποτά, φάρμακα και καλλυντικά.
Αφού τα αρχικά πειράματα έδειξαν ότι η ταρτραζίνη μπορούσε να κάνει διαφανή κομμάτια στήθους κοτόπουλου, η ομάδα την εφάρμοσε σε ποντίκια εργαστηρίου, τρίβοντας ένα διάλυμα ταρτραζίνης στα κεφάλια των τρωκτικών και στο σώμα τους.
Μόλις το διάλυμα ενεργοποιήθηκε, οι ερευνητές μπόρεσαν να δουν τα αιμοφόρα αγγεία να διατρέχουν την επιφάνεια του κρανίου των ποντικιών με ανάλυση σε επίπεδο μικρομέτρων (0,001 χιλιοστά). Σε διαφορετικό πείραμα, εφάρμοσαν το διάλυμα ταρτραζίνης στην κοιλιά των ποντικιών. Μ
Μέσα σε λίγα λεπτά, μπόρεσαν να εντοπίσουν με διαύγεια όργανα όπως το ήπαρ, το λεπτό έντερο και η ουροδόχος κύστη. Μπορούσαν ακόμη και να δουν τους μυς μέσα στο έντερο να συστέλλονται, καθώς και τις λεπτές κινήσεις της κοιλιάς που προκαλούνται από την αναπνοή και τους χτύπους της καρδιάς.
Η νέα τεχνική δεν έχει προσώρας δοκιμαστεί σε ανθρώπους.
Το ανθρώπινο δέρμα είναι περίπου τέσσερις φορές παχύτερο από αυτό των ποντικιών, γεγονός που θα δυσκόλευε την απορρόφηση της ταρτραζίνης στο βαθύτερο στρώμα του. Ωστόσο, αν μελλοντικές μελέτες δείξουν ότι η χρωστική λειτουργεί στους ανθρώπους με ασφάλεια, η τεχνική αυτή θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένα χρήσιμο ιατρικό εργαλείο, τονίζει η ερευνητική ομάδα.
Θα μπορούσε να κάνει τις φλέβες πιο ορατές κατά την αιμοληψία, να καταστήσει την αφαίρεση τατουάζ με λέιζερ πιο απλή ή να βοηθήσει στην έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία καρκίνων, ανέφερε σε δήλωσή του ο συν-επικεφαλής της μελέτης Γκουόσονγκ Χονγκ, επίκουρος καθηγητής επιστήμης και μηχανικής υλικών στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Πηγή: LiveScience