Nα παραμείνει στη φυλακή ο 68χρονος σήμερα πρώην αστυνομικός που σόκαρε την κοινωνία της Κέρκυρας όταν με πειραγμένη καραμπίνα πυροβόλησε και δολοφόνησε εν ψυχρώ την 56χρονη γυναίκα του Αμαλία Κουρή επειδή του ζητούσε κατ' επανάληψη να εγκαταλείψει το τζόγο, αποφάσισαν οι αρεοπαγίτες εκτελώντας την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που του είχε επιβληθεί.
Από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Κέρκυρας το 2022 ο πρώην αστυνομικός καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη συν 2 χρόνια και χρηματική ποινή 1.500 ευρώ για τα αδικήματα: α) ανθρωποκτονία με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, β) παράνομη οπλοφορία, γ) οπλοχρησία και δ) οπλοκατοχή.
Ο αστυνομικός το έτος 2003, όταν υπηρετούσε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Κέρκυρας, ήταν σε διάσταση με τη σύζυγό του, με την οποία είχαν αποκτήσει δύο κόρες. Από την άλλη πλευρά, η Αμαλία Κουρή είχε παντρευτεί τρεις φορές. Από τον πρώτο γάμο της είχε δύο παιδιά και άλλο ένα είχε από τον δεύτερο, βελγικής καταγωγής, σύζυγό της, ο οποίος το 1994 σκοτώθηκε σε τροχαίο.
Η 56χρονη, που εργαζόταν σε καφετέρια, γνώρισε τον αστυνομικό και πολύ γρήγορα ανέπτυξαν δεσμό. Μέσα σε 4 μήνες αποφάσισαν να συμβιώσουν στη διώροφη κατοικία της στο Αλευροπάρι Λευκίμμης μαζί με τον ανήλικο -τότε- μικρότερο γιο της, που διέμενε στον δεύτερο όροφο. Το 2005 εκείνος συνταξιοδοτήθηκε και «άρχισε να εθίζεται στην χαρτοπαιξία (τζόγο) και να επισκέπτεται πολύ συχνά χαρτοπαικτικές λέσχες». Όμως, «ο εθισμός του πρώην αστυνομικού στη χαρτοπαιξία έγινε αντιληπτός από την άτυχη γυναίκα, με αποτέλεσμα αυτή να ήταν η κύρια αιτία των μεταξύ τους προστριβών καθόσον αυτός απουσίαζε συχνά και πολλές ώρες από το σπίτι, ευρισκόμενος σε χαρτοπαικτικές λέσχες». Στις διαμαρτυρίες της Αμαλίας «η απάντηση εκείνου ήταν η εκτόξευση απειλών κατά της σωματικής της ακεραιότητας με έντονο θυμό προκειμένου να σταματήσει να διαμαρτύρεται».
Χαρακτηριστική της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε ήταν η ημέρα της Ανάστασης του Πάσχα του 2005. Εκείνος καθυστερούσε να πάνε στην εκκλησία και εκείνη διαμαρτυρόμενη του είπε ότι «ενδιαφέρεται μόνο για τον τζόγο». Αμέσως, «θυμωμένος βγήκε έξω από το σπίτι, πήρε από το αυτοκίνητό του ένα όπλο (πιστόλι) και επιστρέφοντας, αφού χτύπησε με το κοντάκι του όπλου την εξώπορτα, εισήλθε στο εσωτερικό και τη σημάδεψε στο κεφάλι με το όπλο λέγοντάς της: “Τώρα θα σε σκοτώσω καριόλα”».
Ο γιος, ο οποίος ήταν στον επάνω όροφο, «μόλις άκουσε το συμβάν κατέβηκε έντρομος και απευθυνόμενος προς τον πρώην αστυνομικό του είπε: “Έχασα τον πατέρα μου, τώρα θα χάσω και τη μάνα μου;”». Η αναφορά αυτή του ανήλικου «συνέτισε τον πρώην αστυνομικό, ο οποίος αποχώρησε από το σπίτι, για να επιστρέψει μετά από λίγες ημέρες» υποσχόμενος ότι θα ξεκόψει τον τζόγο.
Μετά από αυτό η ζωή του ζευγαριού ομαλοποιήθηκε κάπως, αλλά μόλις έλαβε το εφάπαξ «άρχισε πάλι να επισκέπτεται συστηματικά χαρτοπαικτικές λέσχες». Η κατάσταση άρχισε πλέον να εκτρέπεται. Το 2013, μετά από έναν καβγά, εκείνος «πήρε την κυνηγετική του καραμπίνα και αφού βγήκε από το σπίτι πυροβόλησε στον αέρα για εκφοβισμό της». Επίσης, το 2016, με αφορμή άλλη λογομαχία για τον τζόγο, την κυνήγησε με την καραμπίνα έξω από το σπίτι και εκείνη «από το φόβο της έτρεξε και κρύφτηκε στην απέναντι οικία της εξαδέλφης της». Το αποτέλεσμα ήταν το ζευγάρι να χωρίσει προσωρινά και στη συνέχεια να ξανασμίξει, δίνοντας εκείνος για άλλη μια φορά υποσχέσεις. Οι υποσχέσεις δεν διήρκεσαν για πολύ. Άρχισε και πάλι να επισκέπτεται τις χαρτοπαικτικές λέσχες.
Αμέσως μετά εκείνος άρχισε σκηνές ζηλοτυπίας «όταν η Αμαλία χαιρετούσε κάποιο γνωστό της». Η κατάσταση επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Τον Αύγουστο του 2017 εκείνη του ζήτησε να αποχωρήσει από το σπίτι της. Πράγματι, πήγε στο πατρικό του σπίτι, στην Πρέβεζα, αλλά δεν πέρασε μεγάλο διάστημα και κατ' επανάληψη και με επιμονή της ζητούσε να ξανασμίξουν. Τελικά, τον Οκτώβριο του 2017 «τον δέχθηκε στη συζυγική οικία δίνοντάς του άλλη μία ευκαιρία».
Παρ' όλα αυτά, άρχισε και πάλι τη συστηματική του ενασχόληση με τον τζόγο και τότε του δήλωσε «τη σαφή πρόθεσή της ότι επιθυμεί τον οριστικό χωρισμό τους». Την ημέρα της γιορτής της (8-3-2018) η άτυχη 56χρονη είχε βγει με φίλες της και επέστρεψε σπίτι περίπου μετά τα μεσάνυχτα (1:30). Το πρωί, στις 7:40, ο γιος που έμενε στον επάνω όροφο άκουσε ξαφνικά δύο πυροβολισμούς. Βγήκε στο παράθυρο και είδε «τον πρώην αστυνομικό να κατεβαίνει την εξωτερική σκάλα έχοντας στα χέρια του μία καραμπίνα» και να φωνάζει επαναλαμβανόμενα: “Αντε και γαμήσ... καριόλα”». Πανικοβλήθηκε, «έσπασε το τζάμι της μπαλκονόπορτας, εισήλθε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, όπου βρήκε τη μητέρα του αιμόφυρτη, χωρίς να έχει τις αισθήσεις της, πεσμένη και ακουμπισμένη στον τοίχο της κουζίνας δίπλα στο καλοριφέρ». Είχε δεχθεί από απόσταση μικρότερη των 3 μέτρων θανατηφόρο πλήγμα από παράνομη τροποποιημένη Beretta που χαρακτηρίζεται «όπλο» και από φυσίγγια 12 cal που χρησιμοποιούνται για αγριογούρουνα. Στη συνέχεια ο δράστης πήγε και παραδόθηκε.
Τελικά, το ΣΤ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του πρώην αστυνομικού για αναίρεση της καταδικαστικής σε βάρος του απόφασης, όπως απέρριψε και το αίτημα να του αναγνωριστούν ελαφρυντικά.