Πέντε γυναίκες από το Νεπάλ, ηλικίας από 20 έως 30 ετών, εργάζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες σε αγροτικές εκτάσεις στο Νέο Βουπράσιο, ενώ όλα τους τα μεροκάματα κατέληγαν στους «διαχειριστές» τους, έναν Ινδό και έναν Πακιστανό, οι οποίοι τις κρατούσαν υπό τον έλεγχό τους με βία και απειλές και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής εξελίχθηκε σε εφιάλτη, αφού βρέθηκαν παγιδευμένες στα δίχτυα κυκλώματος εμπορίας ανθρώπων στη Δυτική Αχαΐα.
Οι φερόμενοι ως διακινητές, που έχουν ταυτοποιηθεί από τις Αρχές, απαιτούσαν να τους επιστραφεί το ποσό που – υποτίθεται – δαπανήθηκε για τη μεταφορά των γυναικών στην Ελλάδα, απαιτώντας από καθεμία 2.700 έως 3.000 ευρώ. Η παρακράτηση των αμοιβών ήταν ο κανόνας, ενώ σε περίπτωση αντίδρασης οι γυναίκες αντιμετώπιζαν βίαιη συμπεριφορά.
Σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, μια νεαρή γυναίκα που έφτασε στη χώρα μόλις τέσσερις μήνες πριν, υποχρεώθηκε να εργαστεί με το που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα, καθώς ο διακινητής της πήρε το διαβατήριο και της στέρησε κάθε ελευθερία κινήσεων. Μια άλλη γυναίκα που δεν κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα, ξυλοκοπήθηκε βάναυσα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πελοπόννησος», η υπόθεση αποκαλύφθηκε έπειτα από καταγγελία στην τηλεφωνική γραμμή «1109» για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Σε επιχείρηση του Τμήματος Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Δυτικής Αχαΐας, οι πέντε γυναίκες εντοπίστηκαν να διαμένουν σε πρόχειρα καταλύματα μαζί με δύο άνδρες από το Μπαγκλαντές. Τα καταλύματα είχαν παραχωρηθεί από τοπικό εργοδότη, ο οποίος επίσης κατηγορείται για παράνομη απασχόλησή τους.
Οι Αρχές έχουν σχηματίσει δικογραφία για εμπορία ανθρώπων σε βάρος των δύο διακινητών, ενώ αναζητείται και μία αλλοδαπή γυναίκα που φαίνεται να έχει ενεργό ρόλο στο κύκλωμα.
Παράλληλα, κινήθηκαν οι διαδικασίες προστασίας των θυμάτων, με τη συνεργασία αρμόδιων κρατικών φορέων, αναγνωρίζοντας επίσημα την ιδιότητα της αλλοδαπής ως θύμα εμπορίας ανθρώπων.












