Η έκθεση «Fault Line» του Μπάμπη Βενετόπουλου, η οποία παρουσιάζεται έως τις 15 Ιουνίου στο Λόφος art project, εξερευνά τις αθέατες δυνάμεις της εξουσίας, της πειθαρχίας και της υποταγής που διαπερνούν τα σώματα, καθορίζοντας τα όρια και τις δυνατότητες δράσης τους.
Μέσα από βιντεο-έργα και εγκαταστάσεις ο καλλιτέχνης επιχειρεί να ανιχνεύσει τις μικροτεχνικές ελέγχου που διαμορφώνουν το άτομο, αναδεικνύοντας την εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην αυστηρότητα των μηχανισμών εξουσίας και την ευθραυστότητα των σωμάτων που καλούνται να συμμορφωθούν.
Η «Fault Line» σηματοδοτεί το σημείο όπου το υποκείμενο εξαντλεί την αντοχή του να συμμορφώνεται και βυθίζεται σε μια κατάσταση απροσδιοριστίας. Το χάος δεν εκλαμβάνεται ως απλή διάλυση, αλλά ως πράξη ρήξης και ανατροπής, που διαβρώνει τις σταθεροποιημένες δομές ελέγχου και διανοίγει νέες μορφές ύπαρξης. Στη γραμμή ρήγματος, ο θεατής καλείται να διακινδυνεύσει την ταυτότητά του και να σταθεί στο μεταίχμιο ενός αχαρτογράφητου χώρου, εκεί όπου οι κοινωνικές αρθρώσεις κλονίζονται και η αυτονομία αναδύεται ως πράξη και απαίτηση.
Το εκθεσιακό περιβάλλον συγκροτεί ένα πεδίο αισθητηριακής αποσταθεροποίησης, όπου επαναλαμβανόμενα οπτικά και ηχητικά μοτίβα διαρρηγνύουν τη σταθερότητα της πρόσληψης, παρασύροντας τον θεατή σε μια εμπειρία αστάθειας, αμφιθυμίας και αναστοχασμού.
Επιμελητικό κείμενο
Από την στιγμή που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ εντόπισε και φώτισε ένα από τα πυρηνικά στοιχεία της αισθητικής σκέψης του Μπέκετ υπό την έννοια και την κατάσταση της «εξάντλησης», γράφοντας το δοκίμιο «Ο εξαντλημένος», μέχρι την πολύ πιο πρόσφατη σε μας ανάγνωση, της σημερινής συνθήκης των καπιταλιστικών κοινωνιών και δη της επικυριαρχίας του νέο- φιλελευθερισμού, του Γερμανοκορεάτη Μπιούνγκ- Τσουλ Χαν, κάτω από το τίτλο «Η κοινωνία της Κόπωσης» μεσολάβησαν κάποιες κρίσιμες εξελίξεις στα πεδία της τεχνολογίας και της πολιτικής των Αγορών.
Πρώτον, η σαρωτική εξέλιξη της τεχνολογίας επέτρεψε , ως προς την Επιτήρηση, την αντικατάσταση του «Πανοπτικόν» από τον Αλγόριθμο. H Επιτήρηση και ο έλεγχος κάθε κίνησης και πτυχής των ζωών των ανθρώπων- που εξακολουθούν παρ΄όλ΄ αυτά, να πείθονται ότι παραμένουν πολίτες μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας με δικαιώματα και ελευθερία επιλογών- δεν γίνεται πλέον με τις παλιές μεθόδους της απαγόρευσης, της τιμωρίας, του σωματικού περιορισμού ή και εγκλεισμού αλλά κυρίως με τη πλήρη καταγραφή από το μάτι της κάμερας και την στατιστικοποίηση της ζωής από τον αλγόριθμο. Όλα είναι δυνατά και διάφανα για το μάτι του «μεγάλου αδελφού» που δεν είναι πια αγχωμένη φαντασία ή εναγώνια προειδοποίηση ενός συγγραφέα προφήτη, αλλά καταθλιπτική πραγματικότητα- για όποιον φυσικά το συνειδητοποιεί. Όταν ο Αγκάμπεν μιλάει για την κανονικοποίηση της «κατάστασης εξαίρεσης» προφανώς (και) αυτή τη νέα συνθήκη του καπιταλισμού της επιτήρησης έχει στο μικροσκόπιο της ανάλυσης και το στόχαστρο της σκέψης του.
Δεύτερον, ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατρέψει το υποκείμενο από το φροϋδικό εγώ του «πρέπει» στο εγώ του «μπορώ». Το άτομο έχει «ανεπαισθήτως» διολισθήσει από την ενσωματωμένη πολιτισμικά καθοδηγητική έννοια του καθήκοντος στον ναρκισσισμό. Το άτομο του «πρέπει» έθεσε όρια και διεκδίκησε δικαιώματα αφού είχε πάντα κάποιον άλλον απέναντι του να τον επιτηρεί προς όφελος του. Παράλληλα όμως εξ αιτίας της σχέσης του με τον Άλλο είχε την επιβράβευση και την ανταμοιβή όταν πετύχαινε το στόχο του. Αισθανόταν ικανοποίηση ενδεχομένως και ευδαιμονία. Το άτομο του «μπορώ» πιστεύει ότι όσο καλύτερες επιδόσεις έχει τόσο περισσότερη και μετρήσιμη σε χρήμα και αναγνώριση επιτυχία θα έχει και τόσο περισσότερη εξουσία θα κατέχει. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει μέτρο, ωράριο, διάθεση διεκδικήσεων. Η επιτυχία δεν έχει τέλος. Το επιδοσιακό υποκείμενο όπως το χαρακτηρίζει και το περιγράφει ο Χαν πάσχει από έλλειψη επαφής με τον Άλλο και έτσι οδηγείται σε κρίση ανταμοιβής αλλά ο Χαν προσθέτει ότι και «οι σημερινές σχέσεις παραγωγής είναι επίσης συνυπεύθυνες γι΄ αυτή την κρίση ανταμοιβής. Δεν υπάρχει πια οριστικό έργο, αποτέλεσμα περατωμένης εργασίας, ακριβώς επειδή, σήμερα, οι σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν την περάτωση του έργου. Σήμερα, πολύ περισσότερο απ΄ όσο παλιά, εργαζόμαστε μάλλον αφήνοντας τα πάντα ανοικτά. Μας λείπουν οριστικές μορφές με αρχή και τέλος» (Χαν Μπιουνγκ- Τσουλ, Η κοινωνία της κόπωσης, μετ. Ανδρέα Κράουζε. Opera.)
Η κοινωνία της πειθαρχίας του Φουκώ με τα νοσοκομεία, ψυχιατρικά άσυλα, φυλακές, εργοστάσια έχει αντικατασταθεί από μια άλλη με γυμναστήρια, πύργους γραφείων, τράπεζες, αεροδρόμια, εμπορικά κέντρα και γενετικά εργαστήρια. Ο 21ος αιώνας έχει κατασκευάσει την κοινωνία της επίδοσης και τα επιδοσιακά άτομα που την απαρτίζουν, τους επιχειρηματίες του εαυτού τους δηλαδή. Οι απαγορεύσεις, οι κανόνες και οι νόμοι, υποστηρίζει ο Χαν, έχουν δώσει τη θέση τους στα πρότζεκτ, τις πρωτοβουλίες και στα κίνητρα.
«Η κοινωνία της πειθαρχίας εξακολουθεί να διέπεται από το Όχι. Η αρνητικότητα της παράγει τρελούς και εγκληματίες. Η κοινωνία της επίδοσης αντίθετα, γεννά καταθλιπτικούς και αποτυχημένους» (ίδιο). Η κόπωση κάπου εδώ αρχίζει και μετατρέπεται σε εξάντληση και η αναμενόμενη απογοήτευση από το άπιαστο των στόχων οδηγεί στην εγκατάλειψη εαυτού και άλλων. Στο σύνηθες πια φαινόμενο του Burn out. H γραμμή παραγωγής του Φορντ εκλείπει και αντικαθίσταται από καταθλιπτικούς αποτυχημένους και απογοητευμένους… «κυρίαρχους» του εαυτού τους, που βαδίζουν στη γραμμή της εξάντλησης. Και όπως είχε «προφητεύσει» ο Ντελέζ, ο κουρασμένος (του πρότερου καπιταλισμού, του 20ου αι.) έχει απλώς εξαντλήσει την πραγμάτωση, ενώ ο εξαντλημένος (του 21ου) εξαντλεί ολοκληρωτικά το δυνατό. Ο κουρασμένος δεν μπορεί πια να πραγματώσει, αλλά ο εξαντλημένος δεν μπορεί πια να δημιουργήσει δυνατότητα».
Σ΄΄αυτήν τη ζώνη του λυκόφωτος, ο Μπάμπης Βενετόπουλος, με την έκθεση «Fault Line», έρχεται από τον παλιό κόσμο της πειθαρχίας, της επιτήρησης του πατέρα- πανοπτικόν, της τιμωρίας και του εγκλεισμού. Ζει όμως στο σήμερα, στην νέα τεχνολογία, την οποία χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα βιρτουόζου για να καθρεφτίσει μέσα της, τον ίδιο, και μάλιστα σε εμβρυακή στάση και να αυτό-ανακηρυχθεί στο υποκείμενο της πατρικής εξουσίας ή σε θύμα διαρκείας της πατριαρχίας. Ο καλλιτέχνης γίνεται το μοντέλο που χρησιμοποιεί για να χτίσει το έργο του και (αυτό)-εγκλωβίζεται στις είκοσι πέντε φάκες ποντικιών που διασκορπίζει σε τόπους άναρχους, δύσμορφους κι αβίωτους και εν τέλει μη τόπους, ενώ σε μια μεγάλη κάθετη οθόνη ο padre padrone από εμφανή θέση ισχύος επιτηρεί αενάως το θύμα του- (εγκατάσταση Rats 2024).
Στο «About face!», (FHD video, sound, έργο του 2025, διάρκειας 10΄), το έμβρυο μετατρέπεται σε στρατιώτη- ακούραστη μηχανή μεγάλων επιδόσεων. Στη χορογραφημένη, στρατιωτικής πειθαρχίας παράταξη διμοιρίας ασκημένων σωμάτων, με κίνηση που αρχικά μοιάζει αέναης δυναμικής και διάρκειας, και ήχο οργανωμένο σαν κροτάλισμα αυτόματου πυροβόλου όπλου, έστω και βασανιστικά αργά, στην εξέλιξη της δράσης, θα έλθει η κόπωση, θα ακολουθήσει η εξάντληση και η μοιραία κατάληξη θα είναι η παραίτηση, η αποδιοργάνωση και η αποδιάρθρωση του αρχικού σχηματισμού. Στο τέλος επικρατεί το μαύρο του τίποτα και του κανενός.
Κι όταν ξαναρχίζει η γραμμή παραγωγής και πειθαρχίας την επαναληπτική διαδρομή της, στο τελευταίο δωμάτιο- κελί-πρώην ψυγείο, το καταληκτικό video της εικαστικής διαδρομής στα υπόγεια του «Λόφου» με τίτλο «Mission», έργο του 2025 (15’ loop), έρχεται η γυμνότητα του πρωταγωνιστή- δημιουργού, σε μια γελοία εκδοχή έκπτωσης στην συνθήκη του homo sacer, του γυμνού από κάθε δικαίωμα ανθρώπου της εποχής μας αλλά και από κάθε πνευματικότητα, να δώσει τη χαριστική βολή στη λογοκρατούμενη τάξη πραγμάτων που δεσποτικά ορίζει την καθημερινότητα των βολικών άβουλων σωμάτων της πλειοψηφίας. Εδώ ο αυτοσαρκασμός του Μπάμπη Βενετόπουλου παίρνει Μπεκετικά χαρακτηριστικά με τον ίδιο τυφλό από το υπερβολικά μεγάλο για το κεφάλι του στρατιωτικό κράνος που τον εμποδίζει να βλέπει την ώρα που σχεδόν γυμνός με το πλαδαρό σώμα του να στρέφεται δεξιά κι αριστερά του, κρατώντας ένα φακό στο σκοτάδι, να ψάχνει χωρίς τέλος, χωρίς νόημα και χωρίς φυσικά κανένα αποτέλεσμα. Κάπου εδώ, ο θεατής οδηγείται «σε μια εμπειρία αστάθειας, αμφιθυμίας και αναστοχασμού» όπως γράφει και ο ίδιος ο Βενετόπουλος στο δικό του σημείωμα-δήλωση.
Η έκθεση «Fault line» ολοκληρώνεται με το video «Ship of fools», έργο του 2018, σαν μια καρτουνίστικη αναφορά στη σχεδία του Ζερικώ, με την τραγικότητα του θανάτου να υπονομεύεται από τα βλέμματα των επιβατών «του πλοίου των τρελών» που αρμενίζει ατιμόνευτο μεσοπέλαγα…
Δημήτρης Τρίκας
Λόφος Art Project, Βελβενδού 39 Κυψέλη
Έως 15/06/25