Η επαγγελματική δραστηριότητα αποφασίζεται με κριτήριο και το τελικό ύψος του φόρου που θα καταβληθεί. Ενα κέρδος άνω των 35.000 ευρώ επιλέγεται να φορολογείται κατά κανόνα στο όνομα μιας προσωπικής εταιρείας (Ο.Ε. ή Ε.Ε.) ή ενός νομικού προσώπου (ΙΚΕ, Α.Ε. κ.λπ.). Αντιθέτως, για τα μικρότερα ποσά επιλέγεται η ατομική επιχείρηση. [SHUTTERSTOCK]
Πεδίον δόξης λαμπρόν για… δημιουργική λογιστική αφήνει το ελληνικό φορολογικό σύστημα. Οι διαφορετικοί τρόποι φορολόγησης των επαγγελματικών κερδών αλλά και των εισοδημάτων από ενοίκια καθιστούν εξαιρετικά συμφέρουσα την αλλαγή εταιρικής μορφής –από ατομική εταιρεία σε νομικό πρόσωπο ή αντιστρόφως– ή ακόμη και τη μεταφορά εισοδημάτων από ενοίκια σε εταιρικά σχήματα με στόχο την εξασφάλιση χαμηλότερου πραγματικού φορολογικού συντελεστή. To «σπάσιμο» των κερδών και των εισοδημάτων σε περισσότερους ΑΦΜ και η μετατροπή της εταιρικής μορφής μπορεί –κατά περίπτωση– να μειώσει τον οριακό φορολογικό συντελεστή ακόμη και κατά… 23 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ελλάδα –παρά τις μειώσεις φορολογικών συντελεστών ειδικά για τις επιχειρήσεις αλλά και τα διανεμόμενα μερίσματα– εξακολουθεί να κατατάσσεται χαμηλά στους δείκτες φορολογικής ανταγωνιστικότητας. Από τη μια κερδίζει πόντους μετά τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης των μερισμάτων στο 5% και του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών στο 22%, από την άλλη όμως χάνει πολύ έδαφος εξαιτίας της δαιδαλώδους νομοθεσίας αλλά και των υψηλών οριακών φορολογικών συντελεστών (44% και 45%) που ισχύουν για τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων είτε από άσκηση επαγγέλματος είτε από ενοίκια. Αυτές ακριβώς τις μεγάλες διαφορές εκμεταλλεύονται και δεκάδες χιλιάδες φορολογούμενοι στην Ελλάδα προκειμένου να περιορίσουν τα συνολικά φορολογικά βάρη. Και αυτές οι διαφορές δικαιολογούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο τον πολύ μεγάλο αριθμό «επαγγελματικών» ΑΦΜ όσο και το πολύ χαμηλό μέσο φορολογητέο κέρδος ανά ατομική επιχείρηση.
Πώς λειτουργεί στην πράξη το λεγόμενο «φορολογικό arbitrage»; Η επαγγελματική δραστηριότητα αποφασίζεται με κριτήριο και το τελικό ύψος του φόρου που θα καταβληθεί. Ενα κέρδος άνω των 35.000 ευρώ επιλέγεται να φορολογείται κατά κανόνα στο όνομα μιας προσωπικής εταιρείας (Ο.Ε. ή Ε.Ε.) ή ενός νομικού προσώπου (ΙΚΕ, Α.Ε. κ.λπ.). Αντιθέτως, για τα μικρότερα ποσά επιλέγεται η ατομική επιχείρηση. Αν είναι μάλιστα δυνατόν, υιοθετείται και η λύση του «σπασίματος» του φορολογητέου κέρδους σε περισσότερους ΑΦΜ (π.χ. δύο ατομικές εταιρείες ή μία ατομική και μία προσωπική). Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τα εισοδήματα από ενοίκια. Για ποσά μέχρι 15.000 ευρώ τον χρόνο, συμφέρει η φορολόγηση σε επίπεδο φυσικού προσώπου, ενώ για πολύ μεγαλύτερα ποσά οι λογιστές προτείνουν και τη μεταφορά των εισοδημάτων από ενοίκια στο όνομα μιας εταιρείας.
Οκτώ στους δέκα ιδιοκτήτες ακινήτων εμφανίζουν εισοδήματα από ακίνητα μέχρι του ορίου των 12.000 ευρώ, που είναι το όριο επιβολής του χαμηλού συντελεστή 15%.
Χαρακτηριστικά είναι τα ακόλουθα παραδείγματα:
1. H ατομική επιχείρηση παράγει κέρδη ύψους 12.000 ευρώ. Είναι προφανές ότι συμφέρει περισσότερο από την Ο.Ε. ή την Ε.Ε., καθώς βγάζει φόρο 1.340 ευρώ έναντι 2.640 ευρώ που προκύπτει με τον συντελεστή 22% για την Ο.Ε. και την Ε.Ε. Αν όμως τα κέρδη της ατομικής επιχείρησης φτάνουν τις 40.000 ευρώ; Τότε η προσωπική εταιρεία ή το νομικό πρόσωπο επιβαρύνουν τον επαγγελματία με λιγότερα κέρδη: 9.500 ευρώ το ποσό για την ατομική επιχείρηση και 8.800 ευρώ για το νομικό πρόσωπο. Αν, από την άλλη, έχει κάποιος τη δυνατότητα να «σπάσει» τα κέρδη των 40.000 ευρώ σε δύο ατομικές επιχειρήσεις (π.χ. από 20.000 ευρώ σε κάθε επιχείρηση), τότε και πάλι συμφέρει η λύση των ατομικών. Και οι δύο μαζί θα επιβαρύνονταν με φόρο 6.200 ευρώ έναντι 8.800 ευρώ που είναι ο φόρος για την προσωπική εταιρεία ή το νομικό πρόσωπο, αντιστοίχως. Πώς θα μπορούσαν να σπάσουν τα κέρδη; Αν, για παράδειγμα, δύο σύζυγοι έκαναν δύο ατομικές εταιρείες αντί για μία προσωπική στην οποία θα εμφανίζονταν και οι δύο ως εταίροι.
2. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τα εισοδήματα από ενοίκια. Δύο και εκεί οι εναλλακτικοί τρόποι φορολόγησης. Για εισόδημα 14.000 ευρώ τον χρόνο, η κλίμακα φορολογίας ενοικίων βγάζει φόρο 3.252,5 ευρώ και ο εταιρικός συντελεστής του 22% βγάζει φόρο 3.740 ευρώ. Αν πάλι ανεβούμε σε ένα ποσό της τάξεως των 25.000 ευρώ τον χρόνο, ο φόρος με την κλίμακα των φυσικών προσώπων διαμορφώνεται στα 5.912 ευρώ, ενώ ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής χρεώνει τον φορολογούμενο με 5.500 ευρώ. Βέβαια, στα ενοίκια δεν είναι ο φόρος η μοναδική σημαντική παράμετρος. Η φορολόγηση στο όνομα φυσικού προσώπου δεν επιτρέπει την αναγνώριση δαπανών που μπορούν να σχετίζονται με την εκμετάλλευση του ακινήτου (ειδικά στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι δαπάνες είναι σημαντικό ποσό). Αντιθέτως, στις προσωπικές εταιρείες και στα νομικά πρόσωπα οι δαπάνες αναγνωρίζονται, άρα μειώνεται η φορολογητέα ύλη, κατά συνέπεια και ο φόρος εισοδήματος. Για να «μεταφερθεί» το εισόδημα από ακίνητα, δεν αλλάζει κυριότητα πάντοτε το ίδιο το ακίνητο. Πολλές φορές ο ιδιοκτήτης του επιλέγει να το «νοικιάσει» ο ίδιος στην εταιρεία του και η τελευταία εμφανίζεται να εισπράττει το σύνολο του κανονικού μισθώματος, αφαιρώντας φυσικά και το ποσό του ενοικίου που καταβάλλεται στον ιδιοκτήτη του ακινήτου (αλλά και της εταιρείας).Αυτές οι πρακτικές εξηγούν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον λόγο για τον οποίο οι 8 στους 10 ιδιοκτήτες ακινήτων εμφανίζουν εισοδήματα από ακίνητα μέχρι του ορίου των 12.000 ευρώ (είναι το όριο επιβολής του χαμηλού συντελεστή 15% με την κλίμακα των φυσικών προσώπων). Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες στη συντριπτική πλειονότητά τους δηλώνουν κέρδη κάτω από 20.000 ευρώ.