Τι θα είχε χαθεί από το μακεδονικό τοπίο, με τις μεγάλες πεδιάδες, τα μεγάλα ποτάμια και τα μεγάλα πάθη, αν ο Τάκης Κανελλόπουλος δεν είχε γυρίσει τα τρία ντοκιμαντέρ του, «Μακεδονικός γάμος» (1960), «Θάσος» (1961) και «Καστοριά» (1969); Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης προσφέρει την απάντηση ως πολύτιμη μαρτυρία, ως τεκμήριο ζωής αλλά και ως ανακάλυψη. Γιατί μπορεί το 2023 να είχε οργανωθεί ένα αφιέρωμα με την προβολή της ταινίας του «Ουρανός», την ξεχωριστή συζήτηση με τον Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ και τη φροντισμένη και ευφάνταστη έκθεση «Τάκης Κανελλόπουλος: Ονειρεύομαι μια εκδρομή» (μικρή, περιεκτική, γεμάτη αίσθημα και πληροφορία, από τον Μανώλη Κρανάκη σε συνεργασία με τον Νίκο Πάστρα), αλλά φέτος το εύρημα ενός χαμένου ίχνους είναι καθοριστικής σημασίας.
Το ερχόμενο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ (6-16 Μαρτίου) πυκνώνει σε μία μέρα μια διαδρομή και μια συνθήκη. Το Σάββατο 8 Μαρτίου θα φανερωθεί αποκατεστημένο (κατά το δυνατόν) το υπό αναζήτηση εδώ και δεκαετίες ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Καστοριά» του Τάκη Κανελλόπουλου (1933- 1990). Την ίδια μέρα, σε μια συζήτηση, νέοι σκηνοθέτες θα περιγράψουν την εμπειρία της «συνομιλίας» τους με το έργο του Κανελλόπουλου. Είναι απροσδόκητα πολλοί και από διαφορετικές αφετηρίες. Ας θυμηθούμε μόνο τον θαυμασμό του Γιώργου Λάνθιμου, όταν την άνοιξη του 2022 παρουσίασε τη δική του μικρού μήκους ταινία «Βληχή» (με την Εμα Στόουν), γυρισμένη στην Τήνο. Αναφέρθηκε στον «Μακεδονικό γάμο», ομολογώντας ότι «με ενέπνευσε και ξεσήκωσα πράγματα από αυτό το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ». Ενα δείγμα του λεγόμενου «εθνογραφικού» κινηματογράφου, μεταμορφωμένο σε μια ελεγεία για τις ρίζες των ανθρώπων σε έναν προαιώνιο αλλά ήδη απόντα κόσμο. Κι αυτό, πριν από 60 χρόνια…
Ο θησαυρός της «Καστοριάς» –έφτασε στο φεστιβάλ με email από ένα δίκτυο συλλεκτών που επιθυμούν να παραμείνουν ανώνυμοι– στάθηκε η αφορμή για να υφανθεί γύρω του ένα ανεκτίμητο κινηματογραφικό ταξίδι στην Ελλάδα μέσα από 19 ντοκιμαντέρ, ορισμένα από τα οποία έχουν προβληθεί ελάχιστες φορές στη μεγάλη οθόνη. Το αφιέρωμα επιμελούνται οι: Ελένη Ανδρουτσοπούλου, επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος του φεστιβάλ, Μανώλης Κρανάκης, κριτικός κινηματογράφου, και Γιάννης Παλαβός, συνεργάτης του διεθνούς προγράμματος του φεστιβάλ.
Σκηνοθέτες με όραμα χαρτογράφησαν και διέσωσαν έναν κόσμο αλλιώτικο, ίσως φαντάζει και αλλόκοτος πλέον, που ανήκει οριστικά στο παρελθόν, είτε βρίσκεται ακόμη εν ζωή είτε όχι.
Πώς αποτυπώνονται το θυμικό και η ψυχή ενός τόπου, και ιδίως της ελληνικής υπαίθρου, μέσα από το ιδιότυπο καλλιτεχνικό βλέμμα σημαντικών Ελλήνων δημιουργών; Κάθε θεατής έρχεται αντιμέτωπος με ένα ερώτημα σχεδόν υπαρξιακό: πόσο γνωρίζουμε τον τόπο μας, όχι ως τουρίστες αλλά ως γηγενείς; Oπως λέει και ο Τ. Κανελλόπουλος στη «Θάσο», δεν θέλουμε «να περιγράψουμε αλλά να σώσουμε κάτι από την ψυχή και τη μαγεία του μέρους». Τι επιχειρεί ο Παντελής Βούλγαρης παρακολουθώντας βήμα βήμα τις ετοιμασίες του σκυριανού καρναβαλιού στον «Χορό των τράγων» (1971); Ο Μάνος Ευστρατιάδης με ένα μοναδικό ντοκουμέντο της Μυτιλήνης στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στο «Εν Μυτιλήνη», χωρίς διαλόγους, μόνο με την εικόνα; Ο Κώστας Σφήκας μαζί με τον Σταύρο Τορνέ στον «Θηραϊκό όρθρο», μια οπτική κοινωνική έρευνα πάνω στη Σαντορίνη, γυρισμένη στο νησί το καλοκαίρι του ’67, την εποχή που η πρωτόγονη αγροτική οικονομία δίνει σταδιακά τη θέση της στην ανερχόμενη τότε βιομηχανία του τουρισμού; Ο Τάκης Χατζόπουλος, που έφτασε το 1974 μέχρι τον «Γάζωρο Σερρών», ένα μικρό χωριό καπνεργατών, με μια μηχανή 16 mm και ένα μαγνητόφωνο; Και ο Κώστας Βρεττάκος στο «Στρώμα της καταστροφής» (1980) «διασώζει» ένα χωριό και μια αρχαία πόλη πριν κατακλυστούν από τα νερά στο υπό κατασκευή φράγμα του Μόρνου, τέλη της δεκαετίας του ’70. Και βέβαια ο Ροβήρος Μανθούλης, πρώτος πρώτος το 1958 επισκεπτόμενος με την κάμερα τη «Λευκάδα: Το νησί των ποιητών» για ένα 16λεπτο φιλμ που θεωρείται το πρώτο δημιουργικό ντοκιμαντέρ της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας.
Οι 19 περιηγήσεις, υπό τον γενικό τίτλο «Γεωγραφία του βλέμματος: Εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)», συνθέτουν, πράγματι, «ένα πολυεπίπεδο και διαφωτιστικό πορτρέτο της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα». Είναι πολύ σημαντική η προσφορά αυτή του φεστιβάλ, όχι μόνο γιατί συμμετέχει στην αποκατάσταση ταινιών, αλλά γιατί αναβαπτίζει το βλέμμα μας στο ελληνικό τοπίο. Σκηνοθέτες με όραμα χαρτογράφησαν και διέσωσαν έναν κόσμο αλλιώτικο, ίσως φαντάζει και αλλόκοτος πλέον, που ανήκει οριστικά στο παρελθόν, είτε βρίσκεται ακόμη εν ζωή είτε όχι.
Παρακολουθώντας την «Καστοριά» σε κατακλύζει συγκίνηση. Αδιαφορείς για την ποιότητα της κόπιας και βυθίζεσαι σε μια ασπρόμαυρη ελεγεία. Σε παρασύρει η εικόνα της αφήγησης – ίσως και το αντίστροφο. Με «ξεναγό» έναν άσπρο καβαλάρη που ήρθε ένα ξημέρωμα πάνω σε ένα άσπρο άλογο, «οδηγημένος από έναν παλιό θρύλο που έλεγε ότι σε αυτήν τη βυζαντινή πολιτεία που ήταν κτισμένη πάνω στη λίμνη γυρνούσε μια νεράιδα τόσο όμορφη όσο μια νύχτα γεμάτη αστέρια». Περπάτησε την πόλη με τις 72 βυζαντινές εκκλησίες, τα αρχοντικά σπίτια τόσων αιώνων, και ρωτούσε… Τον φιλοξένησαν άνθρωποι που ήταν μαζί του όλο αγάπη και στοργή. Στο τέλος, ξέρει ότι «η νεράιδα που έψαχνε ήταν η ίδια η πολιτεία, η Καστοριά». Κι αυτός δεν ήταν παρά «ένας ξένος άνθρωπος που αναζητούσε την ομορφιά».
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτογραφία: Σκηνή από τον «Μακεδονικό γάμο», το μικρού μήκους φιλμ του Τάκη Κανελλόπουλου, παραγωγής του 1960, ένα άριστο δείγμα του λεγόμενου «εθνογραφικού» κινηματογράφου, μια ελεγεία για τις ρίζες των ανθρώπων.
Η Μαρία Κατσουνάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959. Σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία από το 1984, στην αρχή στην εφημερίδα «Έθνος» και από το 1987 εργάζεται στην «Καθημερινή». Ειδικεύτηκε στο πολιτιστικό ρεπορτάζ αναλαμβάνοντας τη θέση της αρχισυντάκτριας και υπεύθυνης του ημερήσιου πολιτιστικού τμήματος από το 1992 έως το 2007. Παράλληλα ασχολήθηκε με την κριτική κινηματογράφου και την αρθρογραφία. Από το 2007 αρθρογραφεί συστηματικά στην «Καθημερινή» διατηρώντας και τη σχέση της με θέματα πολιτισμού. Από το 2000 μέχρι τις αρχές του 2012 παρουσίαζε στην ΕΤ1 εκπομπή για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, προβάλλοντας ταινίες και συνεντεύξεις όλων σχεδόν των Ελλήνων σκηνοθετών (από τον Κακογιάννη, τον Κούνδουρο, τον Αγγελόπουλο έως τον Λάνθιμο). Το 2007 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Μπότση για την προβολή και προώθηση του πολιτισμού μέσα από τα ΜΜΕ.
Διαβάστε περισσότερα…
Τελευταία άρθρα: