Ο Σωτήρης Τσαφούλιας είναι τόσο πολύ στριμωγμένος όσο ποτέ άλλοτε. Όχι μεταφορικά, αν και ο ίδιος χαρακτηρίζει τη νέα συνεργασία του με την COSMOTE TV στη νέα σειρά έξι επεισοδίων «ΡΙΦΙΦΙ» ως «την πιο δύσκολή και απαιτητική έως τώρα», αλλά κυριολεκτικά: έχει στριμωχτεί σε μια τεχνητή σήραγγα 2×1 που το δάπεδό της είναι γεμάτο χαλίκια και άμμο και δίνει τις τελευταίες οδηγίες για την επόμενη λήψη.
Κι κάπως έτσι, από τον ανοιχτό ορίζοντα των Κυθήρων των αρχών του 20ου αιώνα, από το καθηλωτικό κάλλος του φυσικού τοπίου στις «17 Κλωστές», ο Τσαφούλιας πηγαίνει ξανά στα αστικά τοπία, αυτή τη φορά στην Αθήνα του 1992, και στριμώχνει τους πρωταγωνιστές του σε σκοτεινές και θεόστενες σήραγγες προκειμένου να μεταφέρει στην οθόνη της COSMOTE TV (που έχει αναλάβει και την παραγωγή) μια ιστορία εμπνευσμένη από το θρυλική πλέον ληστεία στην Τράπεζα Εργασίας, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη.
Παρόλα αυτά, όπως και οι προηγούμενες δουλείες του, έτσι και αυτή παραμένει ανθρωποκεντρική. Δεν θα δούμε ένα ντοκιμαντέρ, παρά το γεγονός ότι η σειρά αξιοποιεί όσα τεκμήρια σχετίζονται με τη ληστεία. Οι χαρακτήρες (και τα κίνητρά τους) είναι εκείνοι που προωθούν την πλοκή και όχι τα γεγονότα, τα οποία έτσι κι αλλιώς είναι γνωστά. «Βασικός άξονας είναι το ποιοι, το γιατί και το πώς», εξηγεί. Για τον ίδιο άλλωστε «δεν έχει νόημα μια σειρά η οποία δεν ακουμπά σε ένα προσωπικό ζήτημα ή δίλημμα που μπορεί να αγγίξει κάθε άνθρωπο: για τη ζωή, την απώλεια, τις σχέσεις κτλ.», θα δηλώσει στο περιθώριο των γυρισμάτων που αυτό τον καιρό πραγματοποιούνται στο κτήριο του ΟΤΕ στην Καλλιθέα.
Ο Τσαφούλιας αντιμετωπίζει τις σειρές του ως πισίνες μεγάλου βάθους. Αυτό σημαίνει ότι «θα τις απολαύσουν τόσο εκείνοι που θέλουν να μείνουν στα ρηχά όσο και εκείνοι που θέλουν να δουν λίγο πιο βαθιά και επιθυμούν να περάσουν από τη διασκέδαση στην ψυχαγωγία», υπογραμμίζει.
Φωτό: Δομνίκη Μητροπούλου
Το σενάριο του «ΡΙΦΙΦΙ» το υπογράφουν οι Βασίλης Ρίσβας και Δήμητρα Σακαλή. «Γνωριζόμαστε χρόνια και θέλαμε πολύ καιρό να συνεργαστούμε», εξηγεί ο Τσαφούλιας και προσθέτει πως «αυτή η φιλία μάς βοήθησε να μιλάμε χωρίς φίλτρα». Μετά τις «17 κλωστές», όπου το σενάριο το υπέγραψαν η Μιρέλλα Παπαοικονόμου και η Κάτια Κισσονέργη και βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, είναι η δεύτερη φορά που ο σκηνοθέτης αφήνει το σενάριο σε κάποιον άλλο. Ωστόσο, όπως ξεκαθαρίζει, αυτό δεν είναι κάτι που θα δούμε πολλές φορές ακόμα. «Η δική μου επιθυμία είναι να αφηγούμαι και να οπτικοποιώ ιστορίες. Να συλλαμβάνω έναν κόσμο, να τον χτίζω και να τον αφηγούμαι».
Οι ήρωες του «ΡΙΦΙΦΙ»
Οι βασικοί πρωταγωνιστές της σειράς είναι μια ομάδα ανθρώπων που επιθυμούν να πλήξουν τη συγκεκριμένη τράπεζα. Ο κάθε ένας έχει τους δικούς του λόγους, όμως όλοι έχουν υποφέρει σε προσωπικό επίπεδο και έχουν μετρήσει κάθε λογής απώλειες εξαιτίας των πολιτικών της τράπεζας. Το «ΡΙΦΙΦΙ» είναι μια ιστορία αντίστασης και εκδίκησης.
Το ρόλο της αρχηγού και της ενορχηστρώτριας της επιχείρησης τον έχει η Ευαγγελία Μουμούρη. «Συνεργάζομαι πρώτη φορά με τον Σωτήρη και είμαι πολύ ενθουσιασμένη», δηλώνει. Η ζωή της Όλγας, της γυναίκας που υποδύεται, έχει καταστραφεί από την τράπεζα και περνά δέκα χρόνια από τη ζωή της μέχρι να «στρατολογήσει» τους κατάλληλους συνεργάτες για τη ληστεία. Διαβάζει καθημερινά της εφημερίδες και αναζητά ανθρώπους που έχουν επίσης υποφέρει από τη συγκεκριμένη τράπεζα.
Φωτό: Δομνίκη Μητροπούλου
Στο γεγονός ότι η ομάδα του «ΡΙΦΙΦΙ» δεν συγκροτείται από επαγγελματίες κακοποιούς, αλλά από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, στέκεται ένας άλλος πρωταγωνιστής της σειράς, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης (Αντώνης), ο οποίος συναντά ξανά τον Τσαφούλια μετά τον «Κοινό παρονομαστή». «Αποφασίζουν να δράσουν από κοινού επειδή ακριβώς μόνο μέσα από τη συλλογική δράση καταφέρνουν να υπερβούν τις ατομικές τους αντιστάσεις», δηλώνει.
Ο σκηνοθέτης της σειράς το θέτει αρκετά εύστοχα: «Είναι οι απόλυτοι losers που συμμετέχουν σε μια αποστολή αυτοκτονίας και τελικά καταλήγουν να κάνουν τη ληστεία του αιώνα». Για τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο, ένα ακόμα μέλος της σπείρας, τον Μιχάλη, μια τέτοια προσέγγιση ήταν μονόδρομος. Κατά τη γνώμη του, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί στην Ελλάδα ένα heist movie με αψεγάδιαστους ήρωες. «Θα ήταν αδύνατο να ταυτιστεί το κοινό μαζί τους», συμπληρώνει.
Επίσης «πρωτάρης», όσον αφορά τη συνεργασία με τον σκηνοθέτη, είναι και Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ένα ακόμα από τα βασικά μέλη της ομάδας. Ο αγαπημένος ηθοποιός συμμετέχει σε τηλεοπτική σειρά για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια. «Απείχα συνειδητά, αλλά αυτή τη δουλεία ήθελα πολύ να την κάνω και δεν είχα κανένα λόγο να αρνηθώ», σημειώνει. Όσον αφορά το δικό του ρόλο, αυτόν του Νίκου, αλλά και εκείνους των συμπρωταγωνιστών του σχολιάζει ότι οι ήρωες του ‘‘ΡΙΦΙΦΙ’’ έχουν να διαχειριστούν απώλειες και αυτό είναι για τον ίδιο το πιο δύσκολο κομμάτι «διότι μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς τις δικές σου απώλειες. Όσο κι αν υποδυόμαστε, πρέπει να σκάβουμε βαθιά μέσα για να βρίσκουμε την αλήθεια ενός χαρακτήρα. Και όταν βρίσκεις τέτοιες αλήθειες δεν θες πολύ να σκάβεις».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, ο όποιος σχολιάζει πως μέσα από τον χαρακτήρα που υποδύεται, τον Μανώλη, αναπόφευκτα διηγείται και ένα κομμάτι του δικό του εαυτού. Σε αντίθετη περίπτωση «δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις, δεν είναι αυθεντικό», λέει.
Μια από τις εκπλήξεις του καστ είναι η συμμετοχή του Δήμου Γιγαντάκη, ο οποίος αποτέλεσε πολύ δημοφιλή και οικεία φιγούρα στην τηλεόραση των 90s. Εδώ και 15 χρόνια ζει στις ΗΠΑ και έχει αποσυρθεί από τα καλλιτεχνικά δρώμενα της Ελλάδας όμως «ήταν τέτοια η προσέγγιση του Σωτήρη που ήταν αδύνατο να αρνηθώ». Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο οποίος σε περίπτωση άρνησης του Γιγαντάκη θα άλλαζε το σενάριο και ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, αυτός του Αργύρη, δεν θα έπασχε τελικά από νανισμό.
Μάλιστα ο Γιγαντάκης είχε άθελά του προσωπική εμπλοκή με τη συγκεκριμένη ληστεία, καθώς οι Αρχές τον είχαν καλέσει να καταθέσει διότι πίστευαν ότι λόγω της σωματικής του διάπλασης θα μπορούσε να είχε πάρει μέρος στην επιχείρηση.
Φωτό: Δομνίκη Μητροπούλου
Το καστ των ληστών συμπληρώνει ο Πάνος Βλάχος, ο οποίος συνεργάζεται ξανά με τον Σωτήρη Τσαφούλια μετά τις «17 Κλωστές».
Τι συνέβη στο Ριφιφί του 1992
Η ληστεία στο κατάστημα της Τράπεζας Εργασίας, το οποίο βρισκόταν σε ένα νεοκλασικό κτήριο επί της οδού Καλλιρρόης κέντρισε αμέσως, όπως ήταν αναμενόμενο, την προσοχή των ΜΜΕ. Για μια επιχείρηση που «όμοια της -σε εκτέλεση και επιτυχία- δεν έχει γίνει στην Ευρώπη, εκτός από μία, στο Παρίσι τη δεκαετία του ‘70» γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστος σε σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ στις 25/12/1992. Σύμφωνα με τις τότε πληροφορίες που είχαν στη διάθεσή τους οι αστυνομικές Αρχές, τουλάχιστον πέντε άτομα πήραν μέρος στη ληστεία. «Ένας υπολογίζεται ότι δούλευε κομπρεσέρ, ένας άλλος φτυάριζε, δύο μετέφεραν το βαγονέτο και ένας άλλος ήταν στις βοηθητικές δουλειές».
Το ρεπορτάζ του ΒΗΜΑΤΟΣ λίγες μέρες μετά τη ληστεία | Φωτό: Ιστορικό Αρχείο Τα Νέα | Το Βημα
Η ομάδα των ληστών «εργάστηκαν σαν τυφλοπόντικες» για τουλάχιστον τρεις μήνες κάτω από τη μύτη… όλης της Αθήνας, ενώ είναι αξιοσημείωτο «πώς κατάφεραν να προσδιορίσουν στα τυφλά τη θέση της Τράπεζας και ειδικά το σημείο στο οποίο έπρεπε να σκάψουν». Ως το πιθανότερο σημείο διάνοιξης της σήραγγας θεωρήθηκε ένα μικροσκοπικό φρέατιο που οδηγούσε στην υπόγεια κοίτη του Ιλισού ποταμού, χωρίς όμως να αποκλείονται κι άλλες εικασίες όπως το τούνελ που βρίσκεται στη γέφυρα του Ιλισού, δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής.
Όσο για τη λεία τους από τις 351 θυρίδες που άνοιξαν οι δράστες, αυτή ανήλθε στα 2 δισεκατομμύρια δραχμές, με την Αστυνομία να επιχειρεί τουλάχιστον τον πρώτο καιρό να καταλάβει για ποιο λόγο έμειναν ανέγγιχτες οι υπόλοιπες 1.100 περίπου θυρίδες του θησαυροφυλακίου, οι οποίες επίσης περιείχαν χρήματα, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα αξίας. Επίσης, θεωρήθηκε δεδομένο ότι οι ληστές είχαν λάβει την πληροφορία ότι δεν υπήρχαν κάμερες ασφαλείας στο θησαυροφυλάκιο από άτομο που είχε νόμιμα νοικιάσει θυρίδα και είχε πρόσβαση στον συγκεκριμένο χώρο.
«Ο μπελάς τώρα είναι στην πλευρά της Αστυνομίας που καλείται να λύσει το αίνιγμα», αναφέρει το ρεπορτάζ. Σχεδόν τριάντα τρία χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι δεν κατόρθωσε να το λύσει.
Η Αθήνα του 1992 στη μικρή οθόνη
Η σειρά τοποθετείται στο 1992, όταν η πρωτεύουσα ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο λόγω πολλών έργων υποδομής που υλοποιούνταν παράλληλα, με κορυφαίο όλων το μετρό της Αθήνας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι επρόκειτο για μια τελείως διαφορετική πόλη, γεγονός που έθεσε μια σειρά προκλήσεις στην παραγωγή σχετικά τη δημιουργία όσο το δυνατόν πιο πιστών σκηνικών.
«Ήταν πολύ πιο εύκολο η τηλεοπτική ανασύσταση των Κυθήρων των αρχών του αιώνα» θα παραδεχθεί ο Σωτήρης Τσαφούλιας κάνοντας έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις «17 Κλωστές» και το «ΡΙΦΙΦΙ». «Το 1992 υπήρχαν φανάρια, μα ήταν διαφορετικά. Υπήρχαν ταξί, μα ήταν διαφορετικά. Πολλοί που θα παρακολουθήσουν τη σειρά θα θυμούνται περισσότερο ή λιγότερο καλά την περίοδο εκείνη και θα είναι σε θέση να κρίνουν πόσο πιστή είναι η απεικόνισή της».
Για το λόγο αυτό, ένα τμήμα της Καλλιρρόης του 92 κατασκευάζεται από το μηδέν σε ένα χώρο στη Νίκαια, ενώ γίνεται πολύ καλή δουλειά και στο κομμάτι τόσο των props της εποχής (από σταθερά τηλέφωνα μέχρι αυτοκίνητα και κομπρεσέρ) όσο και σε αυτό των εφέ.
Μια σήραγγα σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες
Οπωσδήποτε μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις ήταν η κατασκευή του τούνελ που δημιούργησαν οι ληστές για να εισέλθουν στην τράπεζα. Όπως εξηγεί ο Τσαφούλιας, τα γυρίσματα στη σήραγγα θα γίνουν σε τρεις διαφορετικές τοποθεσίες.
«Ένα τμήμα της θα πράγματι κάτω από την Καλιρρόης και αποτελεί τμήμα του τούνελ που αξιοποίησαν οι δράστες τότε. Το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευάζεται στη Νίκαια και το τελευταίο τμήμα της, αυτό που καταλήγει στην τράπεζα και δεν έχει μήκος μεγαλύτερο από δύο μέτρα, το κατασκευάσαμε εδώ, στην Καλλιθέα».