Ξεκίνησε μετά την πρόταση του προέδρου του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, Γιώργου Δάσιου, στη Σύνοδο των Πρυτάνεων, ο δημόσιος διάλογος για το νέο σύστημα εξετάσεων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις, που θα εφαρμοστεί από το 2029 και το οποίο προτείνει οι μαθητές να δίνουν 3 μαθήματα κάθε χρόνο (συνολικά 9 και τις τρεις χρονιές) για το Εθνικό Απολυτήριο.
Οι μαθητές, προκειμένου να αποκτούν πρόσβαση στα ΑΕΙ, θα παίρνουν το Εθνικό Απολυτήριο μέσω εξετάσεων σε όλα τα μαθήματα και όχι μόνο στα τέσσερα των Πανελλαδικών. Ορίζοντας εφαρμογής των αλλαγών στις Πανελλαδικές είναι το 2029, αφού θα έχει προηγηθεί εξαντλητικός διάλογος, καθώς είναι κοινή πεποίθηση ότι το σημερινό σύστημα εξασφαλίζει -αν μη τι άλλο- το αδιάβλητο των εξετάσεων.
Αυτό που προτείνει ο πρόεδρος του ΕΟΕ στοχεύει στην επιβράβευση της πραγματικής γνώσης και όχι της αποστήθισης, κάτι για το οποίο κατηγορείται το ισχύον σύστημα των Πανελλαδικών. Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η ψυχολογική: όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των εξετάσεων, τόσο περιορίζεται το στρες και το άγχος επίδοσης για τους υποψηφίους.
Η πρόταση
Η μακρά συσσωρευμένη εμπειρία σε θέματα Πανελλαδικών, τόσο του ΕΟΕ όσο και του καθηγητή Δάσιου προσωπικά, ήταν το ένα από τα βασικά συστατικά που συνετέλεσαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της νέας πρότασης για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Το άλλο στοιχείο είναι η διάδραση με 20.000 καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, με τους οποίους ο καθηγητής έχει συνεργαστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και πλέον, ειδικά σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό και τη βελτίωση των Πανελλαδικών.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Δάσιος, «σχεδόν παντού στον κόσμο, για να εισαχθούν τα παιδιά στο πανεπιστήμιο δίνουν εξετάσεις. Στην Ελλάδα όμως οι εισαγωγικές εξετάσεις αποτελούν τη μοναδική οδό για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα κράτη λαμβάνονται υπόψη και άλλες παράμετροι».
Από τις εξετάσεις των άρθρων Β., Γ. και Δ. θα εξάγονται οι ακόλουθοι 3 μέσοι όροι, σε καθέναν από τους οποίους θα αποδίδεται ένας συντελεστής βαρύτητας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προκύπτει ένας διαβαθμισμένος μέσος όρος «Μ». Βάσει της ιδέας του καθηγητή Δάσιου, η βαθμολογία του Λυκείου θα μπορούσε να λαμβάνεται υπόψη ως εξής: για καθέναν από τους γραπτούς βαθμούς α1, α2, α3, β1, β2, β3, γ1, γ2, γ3 μπορεί να εξάγεται ένας τελικός βαθμός με συνδυασμό ανάμεσα στον μέσο όρο του πανελλαδικού γραπτού διαγωνίσματος και του βαθμού που έχει πάρει ο μαθητής στο Λύκειο στο ίδιο μάθημα – με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους.
Ο βαθμός του Λυκείου δεν θα μειώνει ποτέ τον πανελλαδικά αποκτημένο γραπτό βαθμό. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να οριστεί ότι αυτή η διαφορά στη βαθμολογία του ίδιου μαθήματος σε Λύκειο και «Πανελλαδικές» δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 3 μονάδες στην κλίμακα 0-20. Ετσι, εάν έχουμε μια περίπτωση όπου ο γραπτός βαθμός στις εξετάσεις είναι 13 και ο βαθμός του Λυκείου στο ίδιο μάθημα είναι 15, ο μέσος όρος των δύο βαθμολογιών και τελικός βαθμός είναι το 14.
Αν τώρα έχουμε γραπτά του 16 με απόκλιση μικρότερη των 3 μονάδων, τότε ο τελικός βαθμός θα είναι και αυτός 16. Τέλος, σε ένα υποθετικό σενάριο όπου ο γραπτός βαθμός είναι, φερ’ ειπείν, 12 και βαθμός Λυκείου 18, άρα η διαφορά είναι μεγαλύτερη του 3, τότε ως τελικός βαθμός θα λογίζεται το 12.
Ο καθηγητής Δάσιος προτείνει περαιτέρω ο μέσος όρος που προκύπτει (Μ) να αποτελεί π.χ. ένα ποσοστό 20% της συνολικής βαθμολογίας του υποψηφίου, με το 80% να είναι η επίδοσή του στα άλλα 4 μαθήματα στα οποία θα εξετάζεται πανελλαδικά – ακριβώς όπως προβλέπει το ισχύον σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων.
Ο κ. Δάσιος διευκρινίζει ότι «αν ο μαθητής επιλέξει να μη δώσει τις εξετάσεις σε κάθε τάξη του Λυκείου, τότε θα δίνει στο τέλος τα 4 μαθήματα με άριστα το 80 στα 100. Το υπόλοιπο 20% θα προκύπτει από τον συνυπολογισμό των βαθμολογιών στα μαθήματα του Λυκείου».