Οι φόβοι και η ανησυχία των κατοίκων στο χωριό Βαλτόνερα, μόνο αστήρικτοι δεν είναι, καθώς ζουν μέσα στη διαρκή και μαρτυρική ανασφάλεια, στην κυριολεξία πάνω σε ρήγματα!
Σε σπίτια, με περισσότερες ή λιγότερες, με μικρότερες ή μεγαλύτερες ρωγμές το καθένα και που συνεχώς αυξάνονται, έχοντας κάθε τόσο την αίσθηση ότι το έδαφος φεύγει κάτω από τα πόδια τους.
Ζουν μέσα σε επικίνδυνα σπίτια, κανένα δεν έχει μείνει αλώβητο, οι μόλις 170 άνθρωποι που παρέμειναν στην περιοχή τους, μόλις 12 χιλιόμετρα από το Αμύνταιο της Φλώρινας, αλλά πολύ πιο κοντά, στα μόλις 1.800 μέτρα από το ορυχείο της ΔΕΗ στην περιοχή.
Όπως και άλλα χωριά και οικισμοί της περιοχής (Ανάργυροι, Πεδινό, Ροδώνας, Φανός), επλήγη από μια μεγάλη κατολίσθηση στο ορυχείο πριν από 8 χρόνια. Και έκτοτε έχει χαρακτηριστεί, με διαδοχικά πορίσματα έξι αρμόδιων επιστημονικών φορέων, επικίνδυνο για να ζει κανείς σε αυτό. Ιδίως στην περιοχή της αποκαλούμενης «κόκκινης ζώνης», η οποία διατρέχει σχεδόν κάθετα το χωριό και το «κόβει στη μέση».
Ένα χωριό όπου από τις 10 Ιουνίου 2017 όταν και συνέβη η μεγάλη κατολίσθηση, -η ισχυρότερη τέτοιου τύπου στην Ευρώπη πλησίον ενεργού λιγνιτωρυχείου, κατά τον καθηγητή Ευθύμιο Λέκκα-, η ζωή των κατοίκων έχει αλλάξει.
Πρόσφατο ένα ακόμη γεγονός. Όπως αναφέρει ο κάτοικος του χωριού Σοφοκλής Μάνος, μετά από κάποιες ημέρες με έντονες βροχοπτώσεις, ξυπνώντας οι κάτοικοι το πρωί της 7ης Οκτωβρίου, αντίκρισαν έναν μαντρότοιχο διαστάσεων 13 μέτρων μήκους και 3 ύψους στο μέσο του χωριού να έχει καταρρεύσει. Σε απόσταση αναπνοής από τη στάση του σχολικού λεωφορείου. Τι θα συνέβαινε αν η κατάρρευση συνέβαινε άλλη ώρα, ούτε να το διανοείται καν θέλει κανείς. Δύο από τα οκτώ παιδιά που εξακολουθούν να μένουν στο χωριό, είναι του κ. Μάνου.
Πλειάδα επιστημόνων συμφωνεί με τις ανησυχίες των κατοίκων του χωριού. Η κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας ήταν εξαρχής έντονη. Αλλά όχι αρκετή για να ταρακουνήσει, όπως φαίνεται, το κεντρικό κράτος. Από τις 7 Νοεμβρίου 2017, 5 μήνες μετά την κατολίσθηση, ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών, -και σήμερα πρόεδρος του ΟΑΣΠ-, Ευθύμιος Λέκκας, προειδοποίησε με έγγραφό του ότι τα κτίρια που βρίσκονται στην περιοχή που όρισε ως “κόκκινη ζώνη” κινδύνου (σχεδόν το 1/3 του χωριού) έπρεπε σταδιακά να εκκενωθούν για λόγους ασφαλείας και οι κάτοικοι τους πάραυτα να απομακρυνθούν.
Στα δε τέλη Αυγούστου του 2018, το ΙΓΜΕ χαρακτήρισε επίσης το 1/3 του οικισμού ακατάλληλο για κατοίκηση. Έξι είναι πλέον τα πορίσματα που «δείχνουν» προς την ίδια κατεύθυνση: απαλλοτρίωση των εκτάσεων και μετεγκατάσταση των κατοίκων. Αλλά αντί αποφάσεων και δραστικών κινήσεων, το κεντρικό κράτος παραμένει απαθές. Επί οκτώ χρόνια, δεν είναι λίγα. Παρότι κατά καιρούς, τα τοπικά, ακόμη όμως και εθνικής εμβέλειας Μέσα Ενημέρωσης αναδεικνύουν, με διάφορες αφορμές, το θέμα και τη μεγάλη εκκρεμότητα που παρατείνεται επικίνδυνα.
«Τους προειδοποιούμε συνεχώς. Πρέπει να φύγουμε, είναι επικίνδυνο να ζούμε εδώ. Υπάρχει κίνδυνος ακόμα και μιας τραγωδίας». Λόγια του Σ. Μάνου, που ακούγονται ως «κραυγή αγωνίας» για την αβελτηρία των αρμοδίων. Σύμφωνα δε με τη δικηγόρο Αριάδνη Νούκα «η κατάρρευση του μαντρότοιχου που σημειώθηκε προ δεκαημέρου, επιβεβαιώνει, με τον πλέον σαφή τρόπο, τον διαρκή και σοβαρό κίνδυνο που εξακολουθεί να υφίσταται στην περιοχή των Βαλτονέρων. Πρόκειται για εξέλιξη που ενισχύει την ανάγκη άμεσης παρέμβασης της Πολιτείας, ιδίως εντός της οριοθετημένης “κόκκινης ζώνης”, όπου το έδαφος παραμένει ασταθές και οι ανθρώπινες ζωές εκτεθειμένες».
 
			 
					





 
							 
							



