«Χρυσή βίζα» για απεριόριστη διαμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδιάζει να δώσει και στους Ρώσους ολιγάρχες, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. «Είναι πιθανό, έχω γνωρίσει μεταξύ τους, ”πολλούς ωραίους ανθρώπους”», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η απόκτηση της «χρυσής βίζας» θα μπορούσε να κοστίσει πέντε εκατομμύρια δολάρια. «Οι πλούσιοι θα έρθουν στη χώρα μας αγοράζοντας αυτήν την κάρτα, θα είναι πλούσιοι και επιτυχημένοι, θα ξοδέψουν πολλά χρήματα και θα πληρώσουν πολλούς φόρους και θα απασχολήσουν πολλούς ανθρώπους», εξηγεί ο Τραμπ.
Την ίδια ώρα, είναι έτοιμη για υπογραφή μια συμφωνία για τις πρώτες ύλες μεταξύ των ΗΠΑ και της Ουκρανίας. Ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα μεταβεί την Παρασκευή στην Ουάσιγκτον για την υπογραφή με τον Αμερικανό ομόλογό του.
Η Ουκρανία έχει πολλά να προσφέρει στην Αμερική– τιτάνιο, λίθιο και άλλες πολύτιμες σπάνιες γαίες. Υπολογίζεται ότι στη χώρα υπάρχουν κάπου 20 κοιτάσματα- τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Και ο Τραμπ, ως επιχειρηματίας, το είπε κυνικά, χωρίς περιστροφές: «Οι Ουκρανοί θα πρέπει να αποπληρώσουν τη βοήθεια που τους έστελνε ο Μπάιντεν τρία χρόνια, σαν να ήταν… μαλλί της γριάς».
Το «μαλλί της γριάς», σε «χρυσό», θέλει να πάρει πίσω ο Τραμπ. Αυτό είναι το «επιχειρηματικό πνεύμα» που κυριαρχεί πλέον στην εξωτερική πολιτική του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Οι πρώτες ενέργειές του θα μπορούσαν να περιγραφούν με μία λέξη: ανατρεπτικές.
Η αλλαγή κατεύθυνσης, η απομάκρυνση από τα καθιερωμένα πρότυπα, η αναζήτηση νέων ιδεών, μεθόδων, εργαλείων, ανθρώπων, είναι το χαρακτηριστικό που φαίνεται να ενοποιεί το «πνεύμα» αυτής της προεδρίας. Η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί μια ιστορική και ανατρεπτική καμπή στις διεθνείς σχέσεις.
Σε αντίθεση με την πολυμέρεια που ισχύει από τη δεκαετία του 1990, αναδύεται η ιδέα ενός δίπολου συγκυριαρχίας, με επίκεντρο τα συμφέροντα των δύο σημαντικότερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας.
Είναι μια δυναμική που θυμίζει όχι μόνο εκείνη του 19ου αιώνα, όταν οι δυτικές αποικιακές δυνάμεις μοιράστηκαν την εκμετάλλευση του παγκόσμιου πλούτου, αλλά και εκείνη του 20ού αιώνα, με τις συμφωνίες της Γιάλτας, όταν ΗΠΑ και ΕΣΣΔ χώρισαν τον κόσμο σε περιοχές αντίστοιχης επιρροής και κυριαρχίας.
«Ανατρεπτική» είναι αναμφίβολα, η προσέγγιση Τραμπ στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Μετά από τρία χρόνια σύγκρουσης κατά την οποία εγκαταλείφθηκε η αναζήτηση πιθανής διαπραγμάτευσης, η κυβέρνηση Τραμπ επέστρεψε στο τραπέζι με τη ρωσική κυβέρνηση.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έφερε τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλευρό της Ρωσίας. Απλά, είναι η ρεαλιστική παραδοχή ότι στην ιστορία, οι πόλεμοι επιλύονται με δύο τρόπους: είτε με την παράδοση ενός από τους εμπολέμους, είτε με μια συνθήκη ειρήνης.
Δεδομένου ότι οι Ρώσοι δεν θα παραδίδονταν και οι Ουκρανοί δεν μπορούσαν να νικήσουν, είναι ξεκάθαρο ότι η μόνη λύση ήταν η αναζήτηση μιας συμφωνίας για να τερματιστεί μια σύγκρουση που έχει προκαλέσει πάνω από 200.000 νεκρούς και μισό εκατομμύριο τραυματίες. Πέρα από τις ανυπολόγιστες καταστροφές.
Σίγουρα, μόνο η ιστορία θα αποδείξει αν η προσέγγιση του προέδρου Τραμπ είναι σωστή ή όχι. Αλλά σίγουρα έχει περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας από την ευρωπαϊκή προσέγγιση. Μια Ευρώπη που έστελνε όλο και περισσότερα όπλα στην Ουκρανία, χωρίς να έχει ιδέα πώς να τερματίσει τον πόλεμο. Και τώρα θρηνεί γιατί ουδείς σοβαρός παίκτης την υπολογίζει σοβαρά…