Στην επιφάνεια τα μυστικά του Κορινθιακού Κόλπου

Νέα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη του Κορινθιακού Κόλπου το τελευταίο ένα εκατομμύριο χρόνια συνεχίζει να φέρνει στο φως η επιστημονική έρευνα.

Κάποια από τα ευρήματα όμως δημιουργούν νέα ερωτήματα, όπως το πώς βρέθηκε στον Κορινθιακό ένα είδος φυκιού που μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί μόνο στην Κασπία, στη Μαύρη Θάλασσα και στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Παράλληλα, όπως αποδεικνύεται, η περιοχή γύρω από τον Κορινθιακό Κόλπο ήταν ένα καταφύγιο βλάστησης, όπου επιβίωσαν μέχρι και σχετικά πρόσφατα είδη που έχουν εξαφανιστεί από την Ευρώπη.

Τα νέα επιστημονικά στοιχεία προέρχονται από την επιστημονική αποστολή που πραγματοποίησε στον Κορινθιακό το Διεθνές Πρόγραμμα για την Εξερεύνηση των Ωκεανών (IODP 381). Το 2017, ειδικό πλοίο-γεωτρύπανο πραγματοποίησε γεωτρήσεις στα ανοιχτά του Ξυλοκάστρου, στα ανοιχτά του Κιάτου και στον όρμο των Αλκυονίδων. Το γεωτρύπανο έφερε στην επιφάνεια τρία «καρότα» (ή «πυρήνες» σύμφωνα με την επιστημονική ορολογία): τρεις κυλίνδρους που αποσπάστηκαν από το εσωτερικό του πυθμένα, συνολικού μήκους 1.643 μέτρων. Το υλικό μεταφέρθηκε στο ένα από τα «αποθετήρια» του IODP στη Βρέμη, όπου το 2018 έγινε αντικείμενο εντατικής μελέτης από επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων και Ελληνες.

Τις ημέρες αυτές, η διεθνής ομάδα των επιστημόνων βρίσκεται στην Ελλάδα (στην Αθήνα και το Λουτράκι) σε συνάντηση εργασίας που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το ECORD, τον ευρωπαϊκό βραχίονα του IODP. Οι επιστήμονες παρουσίασαν τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των ερευνών τους, ενώ ακολούθησε ένα διήμερο γεωλογικών περιηγήσεων στον Κορινθιακό.

Ανάμεσα σε αυτές ήταν και έρευνα ομάδας των Πανεπιστημίων Αθηνών και Πατρας, μέλος της οποιας ειναι η καθηγήτρια του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κατερίνα Κούλη. «Στις αποθέσεις των ιζημάτων στον πυθμένα του Κορινθιακού αποτυπώνεται με λεπτομέρεια η γεωπεριβαλλοντική ιστορία της περιοχής. Οπως αποδείχθηκε, για περισσότερα από 800.000 χρόνια ο Κορινθιακός αποκοπτόταν και επανασυνδεόταν με τη Μεσόγειο, ανάλογα με τις αυξομειώσεις της στάθμης. Πώς συνέβαινε αυτό; Στις παγετώδεις περιόδους, όταν η θάλασσα μάζευε πάγο, η στάθμη έπεφτε χαμηλά και ο Κορινθιακός μετατρεπόταν σε λίμνη. Μην ξεχνάμε ότι πριν από 18.000 χρόνια η στάθμη του ήταν 120 μέτρα χαμηλότερα από σήμερα», εξηγεί. «Αυτό που παρουσιάζει φοβερό ενδιαφέρον είναι ότι εντοπίστηκαν στον Κορινθιακό από τις περιόδους που μετατρεπόταν σε λίμνη κάποιοι μονοκύτταροι οργανισμοί, είδη φυκιών και κάποια οστρακώδη (πολύ μικρές γαριδούλες) που δεν έχουν καταγραφεί ποτέ εκτός της Κασπίας, της Μαύρης Θάλασσας και του Μαρμαρά. Κι αυτό γιατί ενδιάμεσα μεσολαβεί το Αιγαίο, στο οποίο δεν συναντάμε τους οργανισμούς αυτούς».

Ενα δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα αφορά την εξέλιξη της βλάστησης στην ξηρά και στη θάλασσα κατά την παγετώδη και τη μεσοπαγετώδη περίοδο. «Οπως αποδείχθηκε, σε περιόδους με πολύ δύσκολες κλιματικές συνθήκες, τα βουνά γύρω από τον Κορινθιακό λειτουργούσαν σαν καταφύγιο βλάστησης. Εκεί επιβίωσαν μέχρι πολύ πρόσφατα δέντρα που έχουν σήμερα εξαφανιστεί από την Ευρώπη, όπως ο κέδρος του Λιβάνου. Τα είδη αυτά τα συναντάμε στον Κορινθιακό μέχρι και την τελευταία μεσοπαγετώδη περίοδο, δηλαδή πριν από 120.000 χρόνια, όταν τα είδη αυτά είχαν εξαφανιστεί από τα υπόλοιπα Βαλκάνια πριν από 300.000 χρόνια», καταλήγει η κ. Κούλη. Ενδιαφέροντα είναι και τα νεότερα επιστημονικά στοιχεία για την τεκτονική εξέλιξη και δυναμική του Κορινθιακού Κόλπου. Οπως αναφέρει ο γεωλόγος-σεισμολόγος στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, Γιώργος Μίχας, η ανάλυση των ιζημάτων αποκαλύπτει ότι το σύστημα των ενεργών ρηγμάτων έχει «μεταναστεύσει» προς τις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου. «Ενεργά ρήγματα υπάρχουν και στο βόρειο τμήμα του Κορινθιακού. Ωστόσο τα ενεργά ρήγματα που παραμορφώνουν περισσότερο την περιοχή βρίσκονται στο νότιο τμήμα, τόσο στα παράλια όσο και υποθαλάσσια, σε μια ζώνη από τον Ψαθόπυργο (Ρίο) έως τον κόλπο των Αλκυονίδων, στην περιοχή της Ψάθας», αναφέρει. Το επόμενο διάστημα θα υπάρξει και νέα επιστημονική δημοσίευση επί του θέματος.