Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Σύρου, δεν αναγνώρισε κανένα ελαφρυντικό στον δολοφόνο της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου τον Ιούλιο του 2021 στη Φολέγανδρο και έπειτα από μία μαραθώνια εκδίκαση, συντάχθηκε με την πρόταση που είχε καταθέσει νωρίτερα ο εισαγγελέας, μη αναγνωρίζοντας στο δράστη της στυγερής δολοφονίας κανένα ελαφρυντικό για την αποτρόπαια πράξη του, επαναλαμβάνοντας την πρωτόδικη εκδίκαση, κρίνοντας πως ο δράστης αφαίρεσε τη ζωή της Γαρυφαλλιάς ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και όχι σε βρασμό ψυχικής ορμής όπως επιχείρησε να αποδείξει η υπεράσπισή του για να πετύχει μειωμένο καταλογισμό και μείωση της πρωτόδικης ποινής.
Εξάλλου, ο εισαγγελέας τάχθηκε αρνητικά στο αίτημα των συνηγόρων του να του αναγνωριστούν η ελαφρυντική περίσταση που αφορά στον σύννομο πρότερο βίο και η καλή διαγωγή μετά την πράξη και κατά τον χρόνο κράτησης.
Η αγόρευση του εισαγγελέα πριν την απόφαση
Στην εκτενή αγόρευσή του στη δίκη για τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς στη Φολέγανδρο στο Εφετείο της Σύρου, ο εισαγγελέας της έδρας είχε απορρίψει τον ισχυρισμό περί ψυχωσικού επεισοδίου τονίζοντας ότι ο Βέργος γνώριζε απολύτως τις πράξεις του.
Υπογράμμισε ότι στο παρελθόν, σε περιστατικά με πρώην σύντροφό του, η οποία του έτριψε πατατάκια στο πρόσωπο πάνω σε έναν καβγά και μετέπειτα σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που προέκυψε, ο κατηγορούμενος είχε αντιδράσει ήρεμα, χωρίς ενδείξεις απορρύθμισης, κάτι που -κατά τον εισαγγελέα- καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί αδυναμίας ελέγχου.
Αντέκρουσε τον ισχυρισμό ότι ο κατηγορούμενος ανέσυρε τη Γαρυφαλλιά από το νερό, τονίζοντας ότι χρειάστηκαν τρία άτομα για να γίνει κάτι τέτοιο. Για το όχημα υποστήριξε πως δεν εκτροχιάστηκε μόνο του, αλλά βγήκε από την πορεία του επειδή το ήθελε ο κατηγορούμενος, αφού ο δρόμος ήταν ευθεία και σε ανηφόρα.
Ανέφερε ότι η παρανοειδής διαταραχή -την οποία επικαλέστηκε η υπεράσπιση- δεν αναιρεί την ικανότητα του ατόμου να γνωρίζει τι κάνει. Τόνισε ότι ο κατηγορούμενος ήταν λειτουργικός: υπηρέτησε στον στρατό, εργαζόταν, συναναστρεφόταν με το άλλο φύλο. Επισήμανε ότι ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει τη Γαρυφαλλιά ως «άγγελο», ωστόσο «δεν την έσωσε ούτε την τελευταία στιγμή», ενώ η ίδια ήταν -όπως είπε- μια έξυπνη και πολύ δυνατή κοπέλα.
Ο εισαγγελέας στάθηκε ιδιαίτερα στη φράση της Γαρυφαλλιάς «τι κάνεις, βοήθεια», χαρακτηρίζοντάς την ως «κλειδί» του περιστατικού. Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος «τώρα δεν θυμάται, ενώ στην αρχή θυμόταν», και ότι πριν το περιστατικό «δεν είχε προηγηθεί τίποτα αρνητικό, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως έξτρα επιβαρυντικός και στρεσογόνος παράγοντας, αλλά ήταν χαρούμενοι».
Κατά τον εισαγγελέα, ο κατηγορούμενος περιέγραψε όλα τα στάδια της επίθεσης, κάτι που, όπως είπε, δείχνει ότι δεν υπήρξε παροξυσμός, αλλά γνώση και έλεγχος σε κάθε κίνηση. Υποστήριξε ότι βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, πως δεν υπάρχει «εν βρασμώ ψυχικής ορμής» και πως τα περιστατικά δεν συνάδουν με ψύχωση, ούτε με σχιζοφρένεια ούτε με παραληρηματικού τύπου διαταραχή.
Απευθυνόμενος στους ενόρκους είπε ότι κρίνονται με τη συνείδησή τους και ότι πρέπει να επιλέξουν αυτό που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τόνισε ότι «δόλος σημαίνει γνωρίζω τι θα προκαλέσει η πράξη μου» και ότι ο κατηγορούμενος «τέλεσε την πράξη έχοντας πλήρη έλεγχο των ενεργειών του».
Κλείνοντας, με αναφορά στη φωτογραφία της Γαρυφαλλιάς, είπε ότι λυπάται που βλέπει τη ζωή μιας νέας κοπέλας να έχει κοπεί, αλλά το καθήκον του επιβάλλει να προτείνει την ενοχή του κατηγορουμένου.









