ΒΙΤΟΡ ΓΚΑΣΠΑΡ, ΚΑΡΛΟΣ ΓΚΟΝΣΑΛΒΕΣ, ΜΑΡΚΟΣ ΠΟΠΛΑΒΣΚΙ ΡΙΜΠΕΪΡΟ
Στη διάρκεια του 2023 το παγκόσμιο χρέος μειώθηκε κατά περίπου μία εκατοστιαία μονάδα, στο 237% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Σε ό,τι αφορά το παγκόσμιο ιδιωτικό χρέος μειώθηκε επίσης κατά 2,8 εκατοστιαίες μονάδες στο 143% του παγκόσμιου ΑΕΠ και βρίσκεται κάτω από τα επίπεδα του 2019. Ομως το παγκόσμιο δημόσιο χρέος βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αυξάνεται διαρκώς και φαίνεται επισφαλές. Η ανάλυση του ΔΝΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καταλυτικός παράγοντας πίσω από τη μείωση του ιδιωτικού χρέους ήταν πέρυσι η προοπτική της χαμηλής ανάπτυξης.
Αποδεικνύεται ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στο ιδιωτικό χρέος ο τρόπος που αντιδρούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις στον τρέχοντα ρυθμό ανάπτυξης, αλλά και στις προβλέψεις για τη μελλοντική ανάπτυξη. Οταν οι προβλέψεις μιλούν για αναιμική ανάπτυξη, πολλές επιχειρήσεις και πολλά νοικοκυριά τείνουν να αποπληρώνουν τα χρέη τους. Η μείωση του ιδιωτικού χρέους επιβραδύνθηκε, πάντως, το 2023 σε σύγκριση με την ταχύτητα με την οποία μειωνόταν το 2022. Ο λόγος ήταν κυρίως ότι ο πληθωρισμός μείωσε μεν το χρέος αλλά λιγότερο από όσο είχε αρχικά προβλεφθεί. Γενικότερα, ο πληθωρισμός της περιόδου 2021-2022 αιφνιδίασε και αποτέλεσε μείζονα παράγοντα την περίοδο αυτή. Δεδομένου ότι το χρέος ορίζεται σε ονομαστικούς όρους, ο απρόβλεπτος πληθωρισμός μπορεί όντως να μειώσει την πραγματική αξία του χρέους και το ποσοστό του επί του ΑΕΠ. Το 2022 ο πληθωρισμός έφτασε σε επίπεδα που δεν είχαμε ξαναδεί μετά τη δεκαετία του 1970 και του 1980.
Αν και υποχώρησε στη διάρκεια του περασμένου έτους, το παγκόσμιο χρέος των εταιρειών εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα και των νοικοκυριών βρίσκεται και πάλι σε υψηλά επίπεδα καθώς υπερβαίνει τα 150 τρισ. δολ. Το γεγονός ότι η προοπτική χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης οδηγεί σε μείωση του ιδιωτικού χρέους, υπογραμμίζει ότι ένας ατυχής συνδυασμός υψηλού χρέους και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διαχείριση των δημοσιονομικών προβλημάτων και τη βελτίωση της κατάστασης. Οπως αναφέραμε προσφάτως στην έκθεσή μας για τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών, οι περισσότερες χώρες πρέπει να καταβάλουν πρόσθετες προσπάθειες για να θέσουν υπό έλεγχο τους κινδύνους που εγκυμονούν τα δημόσια οικονομικά τους και βέβαια να έχουν εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών τους. Παράλληλα, τονίζουμε ότι η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο, όπως για παράδειγμα με τις δημόσιες επενδύσεις και με πολιτικές που στηρίζουν την καινοτομία και την έρευνα.
* Οι κ. Βιτόρ Γκασπάρ, Κάρλος Γκονσάλβες και Μάρκος Ποπλάβσκι Ριμπέιρο είναι οικονομολόγοι του ΔΝΤ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο ιστολόγιο του Ταμείου.