Η “National Grid”, στην οποία ανήκει ο ηλεκτρικός υποσταθμός, που προκάλεσε την πυρκαγιά και οδήγησε στο κλείσιμο του αεροδρομίου Χίθροου νωρίτερα αυτόν τον χρόνο, γνώριζε για τη βλάβη ήδη από το 2018, αλλά δεν έλαβε μέτρα!
Η έρευνα διαπιστώνει με νέα αποκαλυπτική έκθεση, ότι επτά χρόνια πριν είχε εντοπιστεί το πρόβλημα στον επίμαχο υποσταθμό.
Η έκθεση καταγράφει επανειλημμένες ευκαιρίες να διορθωθούν οι αδυναμίες, ωστόσο η συντήρηση αναβαλλόταν συνεχώς. Η ρυθμιστική αρχή ενέργειας Ofgem ανακοίνωσε ότι ξεκινά έρευνα σε βάρος της National Grid, χαρακτηρίζοντας τα ευρήματα «βαθιά ανησυχητικά», όπως δήλωσε και ο υπουργός Ενέργειας, Εντ Μίλιμπαντ.
Η National Energy System Operator (Neso) αποκάλυψε ότι υγρασία εισχώρησε σε ηλεκτρικά εξαρτήματα του υποσταθμού North Hyde, από τον οποίο τροφοδοτείται το μεγαλύτερο αεροδρόμιο της Βρετανίας. Όπως σημειώνεται, ήδη από τον Ιούλιο του 2018 ανιχνεύθηκαν αυξημένα επίπεδα υγρασίας — μια ένδειξη που, βάσει των οδηγιών της National Grid, δείχνει «άμεσο κίνδυνο βλάβης και την ανάγκη αντικατάστασης του διακλαδωτήρα». Ωστόσο, η βλάβη έμεινε «ανεπίλυτη» και ακόμη και μια βασική συντήρηση που είχε προγραμματιστεί για το 2022 αναβλήθηκε.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε στις 20 Μαρτίου στον υποσταθμό προκάλεσε εκτεταμένη διακοπή ρεύματος, με αποτέλεσμα το Χίθροου να αναστείλει τη λειτουργία του και να επηρεαστούν πάνω από 270.000 επιβάτες. Οι συνέπειες ήταν αισθητές και πέρα από το αεροδρόμιο, αφού κρίσιμες υπηρεσίες όπως οι οδικές και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες, αλλά και το νοσοκομείο Hillingdon, επηρεάστηκαν, σύμφωνα με την Neso.
Η κατάρρευση της ηλεκτροδότησης έφερε στο προσκήνιο ευρύτερα ερωτήματα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων υποδομών της χώρας. Ο διευθύνων σύμβουλος της Neso, Fintan Slye, μιλώντας στο BBC, τόνισε ότι αν και η έκθεση «δεν επιδιώκει να καταλογίσει ευθύνες», η National Grid είχε την υποχρέωση να συντηρεί τον εξοπλισμό της. «Όταν το 2018 εντοπίστηκαν τα αυξημένα επίπεδα υγρασίας, όφειλαν να θέσουν τον μετασχηματιστή εκτός λειτουργίας προσωρινά και να επιδιορθώσουν τη βλάβη. Αυτό δεν έγινε. Η υγρασία επιδεινώθηκε και τελικά προκάλεσε την πυρκαγιά. Ουσιαστικά, η έκθεση είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών», είπε χαρακτηριστικά.
Μετά την ανακοίνωση της έρευνας της National Grid, ο Akshay Kaul, γενικός διευθυντής υποδομών της Ofgem, δήλωσε ότι αναμένει από τις εταιρείες ενέργειας να «συντηρούν σωστά τον εξοπλισμό και τα δίκτυά τους ώστε να αποφεύγονται τέτοια περιστατικά» και τόνισε ότι «όπου υπάρχουν αποδείξεις ότι δεν το έκαναν, θα ληφθούν μέτρα και θα λογοδοτήσουν πλήρως».
Από την πλευρά της, η National Grid διαβεβαίωσε ότι διαθέτει «ολοκληρωμένο πρόγραμμα επιθεωρήσεων και συντήρησης» και πως έχει προχωρήσει σε «επιπλέον μέτρα μετά την πυρκαγιά», όπως επανέλεγχο της ανθεκτικότητας υποσταθμών που τροφοδοτούν στρατηγικές υποδομές. Επίσης, δήλωσε ότι θα συνεργαστεί πλήρως με την έρευνα της Ofgem.
Ο Slye επισήμανε ακόμη ότι, εκτός από τη βλάβη στον υποσταθμό, υπήρξαν και «χαμένες ευκαιρίες» στο ίδιο το Χίθροου για ενίσχυση της ενεργειακής του ανθεκτικότητας, αλλά και γενικότερα σε ολόκληρη τη βιομηχανία ενέργειας για καλύτερη κατανόηση της κρισιμότητας ορισμένων υποδομών.
Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης ότι «οι εταιρείες ενέργειας δεν γνώριζαν» πως η απώλεια ενός εκ των τριών σημείων ηλεκτροδότησης του Χίθροου θα οδηγούσε σε διακοπή ρεύματος σε βασικά συστήματα του αεροδρομίου. «Η ανασκόπηση διαπίστωσε επίσης ότι οι διαχειριστές των δικτύων δεν είναι γενικά ενήμεροι για το ποιοι πελάτες τους ανήκουν στις κρίσιμες εθνικές υποδομές», σημειώνεται.
Η διοίκηση του Χίθροου υποδέχτηκε με ικανοποίηση την έκθεση, ζητώντας από τη National Grid να εξετάσει «ποια βήματα πρέπει να γίνουν ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ κάτι τέτοιο». «Ένας συνδυασμός παρωχημένων κανονισμών, ανεπαρκών μηχανισμών ασφαλείας και η αποτυχία της National Grid να συντηρήσει τις υποδομές της οδήγησαν σε αυτή την καταστροφική διακοπή ρεύματος», ανέφερε εκπρόσωπος του αεροδρομίου. Ο διευθύνων σύμβουλος της Επιτροπής Αεροπορικών Εταιρειών του Χίθροου, Nigel Wicking, αποκάλυψε στο BBC ότι το μπλακ άουτ κόστισε στις αεροπορικές εταιρείες από 80 έως 100 εκατομμύρια λίρες.