Sarah Lyall c.2024 The New York Times Company / Απόδοση: Παναγιώτης Κούστας
Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη. Ο Χιου Γκραντ πάσχει, ήδη από το 1994, από κάτι που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «brand confusion». Κι αυτό διότι η ερμηνεία του στην ταινία Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία τον καθιέρωσε ως έναν κατεξοχήν Βρετανό ρομαντικό ήρωα, που σε κερδίζει με τη γοητεία και τη συστολή του. Παρ’ όλα αυτά, το πρόσφατο σερί του από πειστικές ενσαρκώσεις παράξενων και μερικές φορές αλλόκοτων χαρακτήρων –υποτιθέμενων κόντρα ρόλων, δηλαδή– σε κάνει να αρχίσεις να υποψιάζεσαι ότι είχες εξ αρχής παρεξηγήσει τον τύπο του. Δεν προλαβαίνω να του το πω. Παραδέχεται πως κάτω από το προσωπείο του εύκολου ανθρώπου κρύβει κάτι πιο σκοτεινό και περίπλοκο. «Στο σχολείο είχα έναν δάσκαλο που με έπαιρνε στην άκρη και μου έλεγε: “Ποιος είναι ο αληθινός Χιου Γκραντ; Γιατί νομίζω ότι αυτός που βλέπουμε μάλλον είναι ψεύτικος”», μου αφηγήθηκε τον περασμένο μήνα, καθώς περπατούσαμε στο Σέντραλ Παρκ. Σύγκρινε τον εαυτό του –ή, τουλάχιστον, τις δυνάμεις του στην πειθώ– με τον κύριο Ριντ, τον χαρισματικά εύγλωττο «κακό» που υποδύεται στο Heretic, ένα θρησκευτικό θρίλερ που μόλις βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες. «Μπορεί να χειραγωγεί τους άλλους και, κατά κάποιον τρόπο, να τους αποπλανά – μάλλον έχω κι εγώ αυτή την ικανότητα, δηλώνω ένοχος».
Το μεγαλύτερο λάθος του
Στα εξήντα τέσσερά του, ο Γκραντ απολαμβάνει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «την εποχή των φρικ σόου» στην καριέρα του. Κάπως τα κατάφερε τα τελευταία χρόνια και βρέθηκε να ερμηνεύει μια άνευ προηγουμένου συλλογή από καθάρματα και μειλίχιους κακούργους (στις μίνι σειρές The undoing και A very English scandal), άθλιους γκάνγκστερ (στην ταινία Εγκληματίες πρώτης τάξεως), διψασμένους για εξουσία απατεώνες (στο Dungeons & Dragons: Εντιμότητα μεταξύ κλεφτών) και γεμάτους αυταπάτες υπηρέτες της δραματικής τέχνης (στο Πάντινγκτον 2 και στο Unfrosted), για να μην αναφέρουμε τον υπερόπτη μικρόσωμο Ούμπα Λούμπα στον Γουόνκα – αυτή την αμήχανη, άκακη και κακοχτενισμένη εκδοχή του, που δεν είχε καμία σχέση με τον εαυτό του, όπως μου λέει.
«Στο σχολείο είχα έναν δάσκαλο που με έπαιρνε στην άκρη και μου έλεγε: “Ποιος είναι ο αληθινός Χιου Γκραντ; Γιατί νομίζω ότι αυτός που βλέπουμε μάλλον είναι ψεύτικος”».
«Το λάθος μου μετά την ξαφνική και μαζική επιτυχία του Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία ήταν ότι πίστεψα πως θα έπρεπε να γίνω, στην πραγματική μου ζωή, ο χαρακτήρας που είχα υποδυθεί, εφόσον αυτός ήταν που είχε κάνει τον κόσμο να με αγαπήσει τόσο πολύ», μου λέει. «Έτσι συνήθιζα να δίνω συνεντεύξεις στις οποίες ήμουν ο κύριος Τραυλός Ανοιγοκλεισιμάτης (Mr. Stuttery Blinky). Παίρνω πάνω μου, δηλαδή, όλη την ευθύνη για το ότι στη συνέχεια με έκλεισαν σε ένα κουτί πάνω στο οποίο κόλλησαν την ετικέτα “Κύριος Τραυλός Ανοιγοκλεισιμάτης”. Κάτι που στο τέλος έκανε και τον κόσμο, μάλλον δικαίως, να βαρεθεί την πάρτη μου».
Ο Γκραντ είχε μόλις επιστρέψει από το Τορόντο, όπου έκανε την πρεμιέρα του το Heretic. Στη Νέα Υόρκη μάς είχε ξημερώσει μια φωτεινά όμορφη μέρα. Ο Γκραντ μπήκε στο πάρκο σαν ένας φίλος από τα παλιά. Περάσαμε από μερικά από τα αγαπημένα του σημεία: το ρολόι του Ντελακόρτ –που είναι κυκλωμένο από μπρούντζινα γλυπτά με τη μορφή ζώων, τα οποία εκείνη τη στιγμή εκτελούσαν τον αξιαγάπητο χορό τους πάνω στη μουσική που σήμαινε την ώρα– και το άγαλμα του Μπάλτο, του ηρωικού σιβηρικού χάσκι και –σύμφωνα με τον θρύλο– μεταφορέα φαρμάκων, που πόζαρε επιβλητικά στον βράχο του, όχι μακριά από τον ζωολογικό κήπο του Σέντραλ Παρκ, ο οποίος απευθύνεται στα παιδιά.
«Έχεις παρατηρήσει ότι μας ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη ο Μπάλτο;», με ρωτάει ενώ χαϊδεύει το άγαλμα. «Γεια σου, Μπάλτο!», τον χαιρετάει. Στη συνέχεια, απευθύνεται σ’ εμένα: «Στο παρελθόν, είχα μια ιδιαίτερη εμπειρία με μερικά χάσκι». Όπως μου αναφέρει, αυτή συνέβη όταν ερμήνευε έναν από τους πρώτους του ρόλους, σε μια μίνι σειρά του 1985 που πραγματευόταν τη μοιραία αποστολή του Ρόμπερτ Φάλκον Σκοτ στην Ανταρκτική, η οποία έλαβε χώρα το 1911. «Υποδυόμουν έναν μάλλον αξιολύπητο επιστήμονα, το όνομα του οποίου ήταν, πολύ ταιριαστά, Τσέρι-Γκάραρντ», μου λέει πριν προσθέσει ότι είχε αναλάβει να τα βγάλει πέρα μέσα στο χιόνι με μια ομάδα από χάσκι. «Τους λέω, λοιπόν, στη γλώσσα ινουίτ “Προχωρήστε μπροστά” και αυτά τα μπάσταρδα οπισθοχώρησαν και με έσυραν πάνω στον πάγο, απλώς για να σπάσουν πλάκα μαζί μου».
Μισεί τα θρίλερ (και το Βανκούβερ)
Φαίνεται κάπως παράξενο ως επιλογή το να βάλεις τον Γκραντ –που τον χαρακτηρίζει μια βρετανική ευκολία στο να αυτοσαρκάζεται– να παίξει σε μια ταινία τρόμου. Μεταξύ άλλων, τα θρίλερ τον τρομοκρατούν σε τέτοιο σημείο, που πρόσφατα αποχώρησε από την αίθουσα ενός multiplex στην οποία προβαλλόταν ένα θρίλερ και στην οποία είχε μπει κατά λάθος με τον αδερφό του, έναν τραπεζίτη που ζει στη Νέα Υόρκη. Επίσης, σας προειδοποιώ, δεν πρέπει να τον κάνετε να αρχίσει να μιλάει για το Μεσοκαλόκαιρο του Άρι Άστερ. Ο Σκοτ Μπεκ και ο Μπράιαν Γουντς, όμως, που έγραψαν και σκηνοθέτησαν το Heretic, δήλωσαν σε μια κοινή βιντεοσκοπημένη τους συνέντευξη ότι η ικανότητά του να ανατρέπει τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από εκείνον τον κατέστησε ιδανικό για τον ρόλο. «Πρόκειται για έναν ηθοποιό που πάει κόντρα σε ό,τι έκανε μέχρι τώρα στην καριέρα του και δίνει νέο νόημα στο παρελθόν του, στρέφοντάς το εναντίον του κοινού του», λέει ο Μπεκ.
Το συγγραφικό δίδυμο που, μεταξύ άλλων, έχει συνυπογράψει το Ένα ήσυχο μέρος, θυμήθηκε ότι είχε δει τον Γκραντ στην ταινία Cloud Atlas το 2012, στην οποία υποδυόταν έξι χαρακτήρες – όλοι τους απαισιότατοι. «Το πρώτο πράγμα που είπε ο Σκοτ όταν βγήκαμε από την αίθουσα ήταν “Χιου Γκραντ”», λέει ο Γουντς. «Ενθουσιαστήκαμε πραγματικά με την απαιτητική, τολμηρή και παλαβή επιλογή τού να παίξει σε αυτή την ταινία. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, δε, κατά τη γνώμη μας, εξελίχθηκε στον καλύτερο καρατερίστα που υπάρχει εκεί έξω όσον αφορά τις ικανότητές του στο να υποδύεται ακραίους, σκοτεινούς χαρακτήρες».
Ο Γκραντ, που η νεανική του ομορφιά έχει πλέον δώσει τη θέση της σε μια ξεχωριστή, ώριμη εμφάνιση, ήταν αναγνωρίσιμος ως φιγούρα στο πάρκο. Κι ενώ οι περισσότεροι περιπατητές υιοθετούσαν μια κουλ, νεοϋορκέζικη απόσταση από εκείνον, ακόμα και όταν τον εντόπιζαν ανάμεσα στο πλήθος, κατά διαστήματα ακούσαμε και μερικά ουρλιαχτά του τύπου «Χιου, σ’ αγαπάω!». Κάποια στιγμή, δε, μια γυναίκα μάς πλησίασε και άρχισε ένα παραλήρημα σχετικά με το πόσο της άρεσε το Για ένα αγόρι (του 2002), μια ταινία στην οποία ο Γκραντ υποδύθηκε έναν ατίθασο εργένη που ανέλαβε τις ευθύνες της δέσμευσης και ενέδωσε στη μονογαμία. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας έχει μέσα του κομμάτια του εαυτού του, λέει ο Γκραντ, ο οποίος –μετά από αρκετά χρόνια ανέφελης εργένικης ζωής και μερικές σχέσεις με υψηλού προφίλ αγαπημένες, όπως η Ελίζαμπεθ Χάρλεϊ και η Τζεμάιμα Καν– παντρεύτηκε, τελικά, πριν από έξι χρόνια. «Ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά όλους τους διαλόγους της ταινίας», λέει η γυναίκα που μας έχει σταματήσει. Στη συνέχεια, κάνει μια αόριστη χειρονομία προς τον σύζυγό της, ο οποίος προσέχει το μωρό τους και μοιάζει να επιθυμεί διακαώς να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. «Τον αναγκάζω, το λέω και το εννοώ, να την παρακολουθεί τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο». «Είστε αξιαγάπητη», της λέει ο Γκραντ. «Τον καημένο τον άντρα της», προσθέτει, αφού έχουμε απομακρυνθεί.
Ο Γκραντ μεγάλωσε στο Λονδίνο, σε ένα περιβάλλον «ευγενούς φτώχειας», όπως την αποκαλεί, με τον πατέρα του να εργάζεται στον τομέα της ταπητουργίας. Κέρδισε μια υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και στη συνέχεια στράφηκε τυχαία, όπως ισχυρίζεται, στην υποκριτική. Πάντοτε είχε μια αμφίθυμη στάση απέναντι σε αυτή τη δουλειά. Αναφέρεται με μια δόση μελαγχολίας στο μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει και άφησε στη μέση. Αρχίζει τη μουρμούρα ακόμα και σχετικά με το αν του αρέσει το επάγγελμα που κάνει. «Έχω γνώση τού ότι δεν είμαι και πολύ στα καλά μου», λέει γελώντας.
Δεν του αρέσει το Χόλιγουντ. Παρότι, κατά κανόνα, είναι ξεκαρδιστικός στις συνεντεύξεις του και επιδεικνύει ένα απολαυστικά άσεμνο χιούμορ όταν εμφανίζεται στη βρετανική τηλεόραση, το ειρωνικό του φλέγμα και η προσποιητή κακομοιριά του τον έχουν βάλει σε μπελάδες. Όπως π.χ. έγινε πέρυσι, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου όταν, μετά από ένα κύμα ανώδυνου ενθουσιασμού από τους συμπρωταγωνιστές του στον Γουόνκα, τα έκανε κουλουβάχατα όταν είπε: «Δεν θα μπορούσα να είχα μισήσει περισσότερο την όλη φάση». Αν αυτή η φράση απομονωθεί από το συγκείμενό της, η δήλωσή του ακούγεται απαίσια. Αυτό το είδος χιούμορ, όμως, θεωρείται νορμάλ στη Βρετανία· αρκεί να παρακολουθήσει κανείς τις ταινίες του Ρίτσαρντ Κέρτις στις οποίες πρωταγωνίστησε ο Γκραντ: Τέσσερις γάμοι και μία κηδεία, Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ και Αγάπη είναι…
Δεν του αρέσει το Χόλιγουντ. Παρότι είναι ξεκαρδιστικός στις συνεντεύξεις του και επιδεικνύει ένα απολαυστικά άσεμνο χιούμορ όταν εμφανίζεται στη βρετανική τηλεόραση, το ειρωνικό του φλέγμα και η προσποιητή κακομοιριά του τον έχουν βάλει σε μπελάδες.
«Ένα πράγμα που σε μπερδεύει μαζί του είναι το ότι δεν ξέρεις πότε μιλάει σοβαρά», λέει η Κλόι Ιστ, η οποία υποδύεται τη μία από τις δύο νεαρές Μορμόνες ιεραποστόλους του Heretic, το οποίο γυρίστηκε στο Βανκούβερ. «Είναι πολύ Βρετανός. Στα γυρίσματα μπορεί να τον ρωτούσες “Πώς ήταν το Σαββατοκύριακό σου;” και εκείνος να σου έλεγε “Ήταν απαίσιο, το μισώ το Βανκούβερ”. Και εσύ έμενες να αναρωτιέσαι αν όντως πέρασε ένα απαίσιο Σαββατοκύριακο ή αν, απλώς, αυτός είναι ο τρόπος του».
Εργάτης της τέχνης του
Ανάμεσα στους συναδέλφους του, τον ακολουθεί η φήμη ότι είναι αυστηρός. «Όλη η φάση τού “δεν μου αρέσει η υποκριτική και εύχομαι να μπορούσα να γίνω λογιστής” είναι μπούρδες», λέει ο Βρετανός ηθοποιός Χιου Μπόνβιλ, γνωστός και ως λόρδος Γκράνθαμ από τη συμμετοχή του στον Πύργο του Ντάουντον, ο οποίος έπαιξε μαζί με τον Γκραντ στο Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ (το 1999) και στο Πάντινγκτον 2 (το 2018). «Μπορεί να προσποιείται ότι δεν ενδιαφέρεται για το επάγγελμα και να υποβαθμίζει τις ικανότητές του, αλλά στην πραγματικότητα διαθέτει σπουδαίο ταλέντο και δουλεύει πολύ σκληρά στο πλατό».
Ο Μπόνβιλ θυμάται τη δεξιοτεχνική ερμηνεία του Γκραντ στην τελευταία σκηνή του Πάντινγκτον 2, μια μουσική υπερπαραγωγή που τα πλάνα της ελήφθησαν την πρώτη ημέρα των γυρισμάτων και στην οποία ο Γκραντ εμφανίζεται ντυμένος με ένα εκκεντρικό φούξια-ριγέ σύνολο, φουλ στην παγιέτα, που περιλαμβάνει παντελόνι-καμπάνα. Υποδύεται τον Φίνιξ Μπιουκάναν, έναν άσωτο, εγωκεντρικό, ξεπερασμένο από την εποχή του ηθοποιό, σε έναν από τους, κατά κοινή ομολογία, καλύτερους ρόλους της καριέρας του.
«Χρειάστηκε να επιδείξει μεγάλη αφοσίωση για να φέρει εις πέρας τη συγκεκριμένη σκηνή, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τον καθιέρωσε ως επαγγελματία που μπορεί να τραγουδάει και να χορεύει ταυτόχρονα», λέει ο Μπόνβιλ. Οι φανατικοί του Γκραντ, ενδεχομένως, να θυμούνται και το ψεύτικο βιντεοκλίπ του, στο στιλ των Wham!, από τη ρομαντική κομεντί Music and lyrics του 2007, αλλά και τον μίνι χορό του Ούμπα Λούμπα στον Γουόνκα. Σε μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική στιγμή του Heretic τραγουδάει ένα απόσπασμα από το Creep των Radiohead.
Συχνά ο Γκραντ προσεγγίζει τους ρόλους του μέσα από αυτοσχεδιασμούς. Στο Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς (του 2001), όλες οι τολμηρές ατάκες που ξεστομίζει ο χαρακτήρας που υποδύεται, ο Ντάνιελ Κλίβερ, καθώς αποπλανά την Μπρίτζετ (Ρενέ Ζελβέγκερ), μεταξύ των οποίων και ο εμβληματικός χαιρετισμός «Hello, Mummy!» απέναντι στο τεράστιο εσώρουχό της, ήταν ιδέες του Γκραντ. Μια τέταρτη ταινία από το σχετικό φρανσάιζ, στην οποία ο Κλίβερ παρουσιάζεται να έχει ξεπεράσει τη συνήθειά του να «τριγυρνάει γύρω από την Κινγκς Ρόουντ βλεφαρίζοντας νεαρά κορίτσια με κοντές φούστες», καταπώς το θέτει ο Γκραντ, πρόκειται να βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Φεβρουάριο.
Υπάρχουν σίγουρα κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Κλίβερ –αυτόν τον τοξικό, καίτοι σαγηνευτικό «τζιτζιφιόγκο» που τρέλαινε τους πάντες στα είκοσί τους– και τον Γκραντ. Σε μια βιντεοσκοπημένη συνέντευξη, όταν η Ζελβέγκερ ρωτήθηκε για το ποια εκδοχή ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα –«ο καλός από κοντά Χιου ή ο μοχθηρός στην οθόνη Ντάνιελ;»– έβαλε τα γέλια. «Πρέπει να διαλέξουμε; Δεν μπορούμε να τους έχουμε όλους;», είπε. «Υπάρχουν τόσο πολλοί Χιου, που η δική σας απάντηση έχει την ίδια αξία με τη δική μου. Όποια εκδοχή θέλει εκείνος να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα».
Αχ, αυτά τα παραμύθια
Υποχρεωμένοι καθώς είναι να συμμετέχουν σε προωθητικές ενέργειες για τις ταινίες τους, πολλοί αστέρες της έβδομης τέχνης γνωρίζουν πώς να δείχνουν απόλυτα συνεπαρμένοι από μια συζήτηση στην οποία συμμετέχουν (ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε να κάνουμε με ηθοποιούς), μόνο και μόνο για να χάσουν αμέσως το ενδιαφέρον τους όταν η κουβέντα αρχίσει να κατευθύνεται προς ένα θέμα που δεν έχει να κάνει με τους ίδιους. Ο Γκραντ, αντιθέτως, δείχνει πραγματικά φιλοπερίεργος και αφοσιωμένος στη συζήτησή μας. Καλοδιαβασμένος, υπερ-ευφυής και διασκεδαστικά σαρκαστικός, διαθέτει μια εξαιρετικά βρετανική ικανότητα στο να μιλάει χωρίς σταματημό σχεδόν για τα πάντα – παρότι όχι εντελώς σοβαρά.
Συζητήσαμε, μεταξύ άλλων, περί θρησκείας και θανάτου, περί πολιτικής και υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, για την 11η Σεπτεμβρίου και τη Νέα Υόρκη, για το αν πιστεύουμε στη μετά θάνατον ζωή (μάλλον όχι, αν και μου είπε ότι κάποτε είδε ένα φάντασμα να αιωρείται σε ένα κάστρο στο Γιορκσάιρ). Είχαμε μόλις πιάσει το θέμα των έξυπνων κινητών τηλεφώνων, για τα οποία ο Γκραντ πιστεύει ότι αποτελούν «την πυριτιδαποθήκη του διαβόλου», όταν το μάτι του εντόπισε μια ευκίνητη σκουρομάλλα δρομέα να τρέχει σε ένα μονοπάτι του πάρκου, αρκετά μακριά από εκεί που ήμασταν εμείς. «Η σύζυγός μου είναι αυτή;», ρώτησε. Δεν ήταν, παρότι η εν λόγω σύζυγος, η Άνα Εμπερστάιν, είχε ταξιδέψει μαζί του στη Νέα Υόρκη και είναι όντως δεινή δρομέας.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε ένα μπαρ το 2010. Ο Γκραντ, που πλησίαζε τα πενήντα, βρισκόταν ακόμη στη φάση του αμετανόητου εργένη και ήταν «σε κατάσταση μέθης επί περίπου τρία χρόνια», όπως λέει. Η Εμπερστάιν, που είναι Σουηδέζα αλλά ζούσε στο Λονδίνο, θρηνούσε το τέλος του πρώτου της γάμου. Παντρεύτηκαν μετά από οκτώ χρόνια. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι της αρέσω», λέει ο Γκραντ. «Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για έναν πολύ ευτυχισμένο γάμο». Καθώς μιλούσε για τη γυναίκα και τα παιδιά του –έχουν τρία μαζί, ενώ ο Γκραντ έχει άλλα δύο παιδιά από τη σχέση του με την Τίνγκλαν Χονγκ–, ο τόνος του μαλάκωσε και χάθηκε κάθε ίχνος ειρωνείας από τη φωνή του. «Με έχουν κάνει παράλογα συναισθηματικό», λέει. Επίσης, με κάνουν να βάζω τα κλάματα. Ο Γκραντ έκλαψε όταν είδε το Ψάχνοντας τον Νέμο. Κλαίει κάθε φορά που βλέπει τη Μελωδία της ευτυχίας. «Όταν τον ακούω να μιλάει για τη Μελωδία της ευτυχίας, σκέφτομαι ότι αυτό είναι το ευαίσθητο σημείο του», λέει ο Μπεκ. Κλαίει κάθε φορά που διαβάζει φωναχτά παιδικά βιβλία, ειδικά αυτά που έχουν για ήρωες ζώα που είναι γονείς και τα μωρά τους.
Αναφέρει μια ιστορία για έναν μεσήλικα εργένη λαγό, του οποίου η ζωή, που μέχρι πρότινος γύριζε γύρω από τον εαυτό του, αλλάζει εντελώς για να υποδεχθεί το «απόλυτο χάος» όταν αποφασίζουν να εγκατασταθούν στο λαγούμι του μερικά ατίθασα παπάκια, καθώς διαπιστώνει ότι τα αγαπάει πάρα πολύ. «Βεβαίως και πρόκειται για την ιστορία της ζωής μου», λέει. «Ζούσα βαδίζοντας πάνω στο μονοπάτι που ο ίδιος χάρασσα, έπαιζα γκολφ, ήμουν απόλυτα ευτυχισμένος. Μέχρι που ήρθαν τα πάνω κάτω στη ζωή μου». Κάνει μια παύση.
«Έχετε ακουστά τον Ξυλαράκη;», λέει. Αναφέρεται στο εικονογραφημένο βιβλίο της Τζούλια Ντόναλντσον [ΣτΜ: Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος]. «Πρόκειται για ένα κομμάτι ξύλο», μου εξηγεί. «Κάποια στιγμή, φεύγει από τον τόπο του για να κάνει κάτι και του συμβαίνουν τρομερά πράγματα – μπλέκει με τα σκυλιά, οι άνθρωποι θέλουν να τον ρίξουν στη φωτιά. Αυτός δεν σταματάει να επαναλαμβάνει: “Δεν είμαι ένα κομμάτι ξύλο, είμαι ο Ξυλαράκης και πρέπει να επιστρέψω στα παιδιά μου”. Τέλος πάντων, επιστρέφει στα παιδιά του και αυτά χαίρονται πολύ που τον βλέπουν». Ο Γκραντ δείχνει λίγο αμήχανος αλλά και απόλυτα σοβαρός. «Αυτό το παραμύθι με κάνει πάντα να κλαίω», μου λέει.
Δυο ατάκες του που μας έκαναν να γελάσουμε
Το περιοδικό Vanity Fair ζήτησε από τον Χιου Γκραντ να ξαναδεί κάποιες σκηνές από τις ταινίες του και να τις σχολιάσει, ενώ τον βιντεοσκοπούσε. Σταχυολογούμε τις πιο απολαυστικές ατάκες του.
Για το Μια βραδιά στο Νότινγκ Χιλ: «Υπάρχει μια σκηνή όπου είμαστε στο σπίτι μου. Οι δημοσιογράφοι φτάνουν στην εξώπορτα, χτυπούν το κουδούνι κι εγώ αφήνω την Τζούλια Ρόμπερτς να περάσει από μπροστά μου και να ανοίξει εκείνη την πόρτα, κάτι το απαράδεκτο. Δεν υπήρξε κοπέλα μου, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου μου, που να μη μου έχει πει: “Μα γιατί δεν τη σταμάτησες, τι τρέχει μ’ εσένα;”. Πραγματικά, δεν έχω βρει απάντηση».
Για το Πάντινγκτον 2: «Ο Πολ Κινγκ μού έστειλε το σενάριο μαζί με ένα γράμμα που με τάραξε πολύ, στο οποίο μου έγραφε: “Κοίτα, κάνουμε το Πάντινγκτον 2 και αυτή τη φορά ο κακός της υπόθεσης είναι ένας ξεπεσμένος ηθοποιός που είναι απίστευτα ματαιόδοξος και κανένας δεν τον συμπαθεί, οπότε σκεφτήκαμε εσένα για τον ρόλο”». Με το που τελειώνει το βίντεο: «Αρκετά με τις ταινίες μου. Σε περίπτωση που έχετε παρακολουθήσει κάποια από αυτές, ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Το εκτιμώ. Αντίο».
Το θρίλερ Heretic μόλις βγήκε στις ελληνικές αίθουσες, σε διανομή Tanweer.