Η Γερμανία θα επιστρέψει στην πρακτική της εξατομικευμένης αξιολόγησης για κάθε αίτημα εξαγωγής οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ και ξεκινά από τις 24 του μηνός, η σταδιακή επαναφορά των εξαγωγών όπλων προς το Ισραήλ, που είχαν παγώσει τον Αύγουστο, όπως έκανε γνωστό η Γερμανική κυβέρνηση, μετά την εκεχειρία στη Γάζα που συμφωνήθηκε τον περασμένο μήνα.
Όπως δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στο Βερολίνο, η Γερμανία θα επιστρέψει πλέον στην πρακτική της εξατομικευμένης αξιολόγησης για κάθε αίτημα εξαγωγής οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις στην περιοχή και τις ανάγκες ασφαλείας. Η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί το τέλος της μερικής αναστολής που εφαρμόστηκε τον Αύγουστο, όταν η ισραηλινή κυβέρνηση είχε αποφασίσει την κατάληψη της Πόλης της Γάζας στο πλαίσιο των επιχειρήσεων κατά της Χαμάς.
Η Γερμανία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερο βάρος στην απόφαση αυτή. Η επανέναρξη των εξαγωγών καλύπτει συστήματα που είχαν «παγώσει» τους προηγούμενους μήνες, ενώ η κυβέρνηση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω προσαρμογών ανάλογα με τη συνέχεια των γεγονότων στη Μέση Ανατολή.
Ο Υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ Γκιντεόν Σαάρ, χαιρέτισε άμεσα την ανακοίνωση με ανάρτησή του στην πλατφόρμα X. «Χαιρετίζω την απόφαση του Καγκελάριου Μερτς να άρει την απόφαση για το μερικό ‘εμπάργκο’. Καλώ και άλλες κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Γερμανίας», ανέφερε.
Παράλληλα, ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης υπογράμμισε ότι το Βερολίνο παραμένει προσηλωμένο στην προώθηση μιας βιώσιμης ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, στη βάση της λύσης των δύο κρατών. Σημείωσε ακόμη ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να στηρίζει την ανοικοδόμηση της Γάζας, στο πλαίσιο των διεθνών προσπαθειών για σταθεροποίηση της περιοχής.
Η ανακοίνωση ακολουθεί τηλεφωνική επικοινωνία που είχε την προηγούμενη ημέρα ο Καγκελάριος Μερτς με τον Πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου. Σύμφωνα με το γραφείο του Ισραηλινού πρωθυπουργού, η συζήτηση διεξήχθη σε «καλό και φιλικό κλίμα» και αφορούσε διπλωματικές και περιφερειακές εξελίξεις.









