Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο να καταστεί λειτουργικό μέχρι το 2040, παρουσίασε σήμερα ένα νέο, ταχύτερο και περισσότερο διαλειτουργικό σιδηροδρομικό δίκτυο για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το σχέδιο προβλέπει τη σύνδεση των κύριων κόμβων της ΕΕ με ταχύτητες 200 χλμ./ώρα και άνω. Οι επιβάτες θα μπορούν να ταξιδεύουν από το Βερολίνο στην Κοπεγχάγη σε τέσσερις ώρες αντί για επτά που είναι σήμερα, και από τη Σόφια στην Αθήνα σε έξι ώρες αντί για 13 ώρες και 40 λεπτά που είναι σήμερα. Οι νέες διασυνοριακές συνδέσεις θα επιτρέψουν επίσης ταχύτερα και απλούστερα ταξίδια, όπως το Παρίσι-Λισαβόνα μέσω Μαδρίτης, και βελτιωμένη συνδεσιμότητα μεταξύ των πρωτευουσών της Βαλτικής.
Σύμφωνα με τον Εκτελεστικό Αντιπρόεδρο της Κομισιόν για τη Συνοχή και τις Μεταρρυθμίσεις, Ραφαέλε Φίτο και τον Επίτροπο Μεταφορών Απόστολο Τζιτζικώστα, το νέο Σχέδιο Δράσης για τους Σιδηροδρόμους Υψηλής Ταχύτητας καθορίζει τα βήματα που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός ταχύτερου, πιο διαλειτουργικού και καλύτερα συνδεδεμένου ευρωπαϊκού δικτύου μειώνοντας τους χρόνους ταξιδιού και καθιστώντας τους σιδηροδρόμους μια πιο ελκυστική εναλλακτική λύση σε σχέση με τα αεροπορικά ταξίδια μικρών αποστάσεων, αυξάνοντας έτσι τον αριθμό των επιβατών και ενισχύοντας τις περιφερειακές οικονομίες και τον τουρισμό.
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, ο Επίτροπος Τζιτζικώστας υπογράμμισε ότι το εν λόγω πρόγραμμα που παρουσίασε η Επιτροπή, θα ενισχυσει την προσπάθεια που κάνει το υπουργείο Μεταφορών και Υποδομών της Ελλάδας, καθώς η χώρα μας θα αποκομίσει σημαντικά οφέλη, όπως ευρωπαϊκά κεφάλαια και τεχνογνωσία, για την επισκευή σημείων των σιδηροδρόμων που ειναι προβληματικα ή έχουν υποστεί βλάβες από φυσικές καταστροφές, για να καταστεί ο σιδηρόδρομος της Ελλάδας ασφαλής και σύμφωνος με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Για την υλοποίηση αυτού του οράματος, η Επιτροπή προτείνει τέσσερις βασικούς άξονες δράσης:
-Άρση των διασυνοριακών σημείων συμφόρησης μέσω δεσμευτικών χρονοδιαγραμμάτων που θα καθοριστούν έως το 2027 και προσδιορισμός επιλογών για υψηλότερες ταχύτητες, συμπεριλαμβανομένων πολύ άνω των 250 χλμ./ώρα όταν είναι οικονομικά βιώσιμες.
-Ανάπτυξη μιας συντονισμένης στρατηγικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένου ενός στρατηγικού διαλόγου με τα κράτη μέλη, τη βιομηχανία και τους χρηματοδότες που θα οδηγήσει σε μια συμφωνία για σιδηροδρόμους υψηλής ταχύτητας για την κινητοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων. Βελτίωση των συνθηκών για τον σιδηροδρομικό κλάδο και τους σιδηροδρομικούς φορείς ώστε να επενδύουν, να αναπτύσσουν καινοτόμες λύσεις και να λειτουργούν ανταγωνιστικά, μεταξύ άλλων μέσω ενός πιο ελκυστικού κανονιστικού περιβάλλοντος, μέσω της ενίσχυσης των διασυνοριακών συστημάτων έκδοσης εισιτηρίων και κρατήσεων, της υποστήριξης μιας αγοράς μεταχειρισμένου τροχαίου υλικού, της επιτάχυνσης της ανάπτυξης των ψηφιακών συστημάτων διαχείρισης.
Όπως αναφέρει η Επιτροπή, πέρα από τους μικρότερους χρόνους ταξιδιού, το σχέδιο θα μειώσει τη συμφόρηση και θα απελευθερώσει τη χωρητικότητα στις συμβατικές γραμμές, διευκολύνοντας τα νυχτερινά τρένα, τις εμπορευματικές μεταφορές και τη στρατιωτική κινητικότητα, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης στον τουρισμό και τη βιομηχανία.
Το νέο σιδηροδρομικό δίκτυο της ΕΕ θα κοστίσει περίπου 345 δισ. ευρώ
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η κατασκευή και αναβάθμιση σιδηροδρομικών υποδομών υψηλής ταχύτητας απαιτεί σημαντικές μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η ολοκλήρωση του σχεδιαζόμενου δικτύου υψηλής ταχύτητας έως το 2040 θα κοστίσει περίπου 345 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ένα πιο φιλόδοξο δίκτυο που θα λειτουργεί με πολύ υψηλές ταχύτητες (πολύ πάνω από 250 χλμ./ώρα) θα μπορούσε να κοστίσει έως και 546 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2050.
Η δημόσια χρηματοδότηση από μόνη της δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των σημαντικών επενδυτικών αναγκών. Ωστόσο, θα απαιτηθεί χρηματοδότηση από την ΕΕ για την αξιοποίηση χρηματοδότησης από άλλες δημόσιες και ιδιωτικές πηγές. Συγκεκριμένα, η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου υψηλής ταχύτητας θα απαιτήσει ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς και δάνεια και εγγυήσεις από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και οι εθνικές αναπτυξιακές τράπεζες.









