Ο πόλεμος με το Ισραήλ αποδεκάτισε τα ανώτερα κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας του Ιράν, παρέλυσε την αεράμυνά του και αποκάλυψε την ευπάθεια της πολεμικής αεροπορίας του. Μέσα σε λίγες μέρες, το Ισραήλ είχε εδραιώσει την αεροπορική υπεροχή, ανοίγοντας το δρόμο για τις αεροπορικές επιδρομές των ΗΠΑ στις πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν.
Παράλληλα, ο πόλεμος δοκίμασε τα όρια της συμμαχίας του Ιράν με τη Ρωσία, η οποία δεν είχε να προσφέρει προσέφερε τίποτα πέρα από την διπλωματική υποστήριξη στην Τεχεράνη.
Με την εμπιστοσύνη στη Μόσχα να βρίσκεται σε χαμηλό σημείο, το Ιράν προσπαθεί επειγόντως να ανοικοδομήσει την άμυνά του και στρέφεται στην Κίνα για να προμηθευθεί προηγμένο στρατιωτικό υλικό που η Ρωσία δεν έχει παραδώσει. Στο πλαίσιο της συνεργασίας του με τη Ρωσία, το Ιράν επιδίωξε να αποκτήσει τα τελευταία χρόνια σύγχρονα μαχητικά της κατασκευάστριας Sukhoi, πιο συγκεκριμένα Su-35, που θεωρούνται γενιάς «4,5». Αλλά η προμήθεια δεν έχει προχωρήσει.
Μάλιστα, σύμφωνα με την εφημερίδα Εντεχάμπ, η Τεχεράνη εξετάζει το ενδεχόμενο να προχωρήσει στην αγορά σύγχρονων μαχητικών για την πολεμική αεροπορία του Ιράν από την Κίνα.
Πιο συγκεκριμένα, η Τεχεράνη ενδιαφέρεται για την εκδοχή προς εξαγωγή του μαχητικού αεροσκάφους J-10 (Chengdu), τύπου δείγματα του οποίου ενεπλάκησαν νωρίτερα φέτος σε αερομαχίες με δυτικού και σοβιετικού σχεδιασμού μαχητικά στο πλαίσιο της σύγκρουσης της Ινδίας με το Πακιστάν.
Κατά το δημοσίευμα, πρόσφατη επίσκεψη στην κινεζική παραθαλάσσια πόλη Τσινγκντάο που έκανε ο Ιρανός υπουργός Άμυνας, στο πλαίσιο εργασιών του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), είχε εκτός των άλλων σκοπό να συζητηθεί το ενδεχόμενο.
Το πιο οφθαλμοφανές στρατιωτικό μειονέκτημα του Ιράν στον πόλεμο με το Ισραήλ ήταν ο απαρχαιωμένος εξοπλισμός της πολεμικής αεροπορίας του, ο εκσυγχρονισμός του οποίου θεωρείται σχεδόν αδύνατος. Πολλά από τα αεροσκάφη της, ιδίως τα F-14 (Grumman), είναι κληρονομιά της εποχής του σάχη, το καθεστώς του οποίου είχε στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Αποκτήθηκαν πολύ πριν από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 και η συντήρησή τους είναι ολοένα πιο περίπλοκη υπόθεση (οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις τα απέσυραν από την υπηρεσία πριν από σχεδόν 20 χρόνια, το 2006). Δεν είναι σαφές πόσα ιρανικά μαχητικά αυτού και άλλων –επίσης πεπαλαιωμένων– τύπων παραμένουν αξιόμαχα.
Διστάζει το Πεκίνο
Όμως παραμένει ασαφές σε αυτό το στάδιο το εάν η Κίνα είναι διατεθειμένη να προμηθεύσει το Ιράν με μαχητικά.
Η κινεζική απροθυμία να προμηθεύσει το Ιράν είναι έντονη, σύμφωνα με την Andrea Ghiselli, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ και επικεφαλής έρευνας του έργου ChinaMed του TOChina Hub. «Το Πεκίνο προσπαθεί να σταθεροποιήσει τις σχέσεις με την Ουάσινγκτον για να κερδίσει χρόνο ώστε να αυξήσει περαιτέρω την τεχνολογική και οικονομική του αυτάρκεια», δήλωσε ο Ghiselli μιλώντας στο Radio Free Europe/Radio Liberty. «Αυτό είναι πιο σημαντικό από την ανοικοδόμηση της Ιρανικής Πολεμικής Αεροπορίας».
Οι ειδικοί συμφωνούν επίσης ότι οι σχέσεις της Κίνας με τους περιφερειακούς αντιπάλους του Ιράν συμβάλλουν στην απροθυμία της να ενισχύσει τον στρατό του Ιράν.
«Η Κίνα έχει ενεργήσει ως οικονομικός ή γεωοικονομικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο Hamidreza Azizi, από το Γερμανικό Ινστιτούτο Διεθνών και Ασφαλών Υποθέσεων. Η Κίνα εκτιμά τις σχέσεις της με τους σουνίτες Άραβες γείτονες του Ιράν στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι οποίοι είναι κρίσιμοι προμηθευτές ενέργειας και εμπορικοί εταίροι, αλλά διατηρούν επιφυλακτικές σχέσεις με την Τεχεράνη, εξήγησε.
Κατά τους αναλυτές, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος η Κίνα να υποστηρίξει το Ιράν είναι μέσω των αγορών πετρελαίου, οι οποίες παρέχουν στην Τεχεράνη ζωτικά έσοδα υπό τις κυρώσεις. Οι κυρώσεις που πλήττουν την οικονομία του Ιράν έχουν θέσει σε καίριο βαθμό εκτός του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος τη χώρα. Τα κυριότερα έσοδά της προέρχονται από τις εξαγωγές πετρελαίου, με την Κίνα να πιστεύεται πως είναι ο κυριότερος αγοραστής, πάντως ανεπισήμως.
Για το Πεκίνο, η διατήρηση της πρόσβασης στην ενέργεια και η αποφυγή της περιφερειακής αποσταθεροποίησης υπερτερούν οποιωνδήποτε πιθανών οφελών από την πώληση προηγμένων όπλων στο Ιράν, υποστήριξε ο Ghiselli.