Μπορεί ένα ρομπότ να γίνει άνθρωπος; (Όχι...)
Είμαστε ο εγκέφαλος μας. Όλα τα υπόλοιπα είναι ένα "κουτί". Θυμηθείτε τον Στίβεν Χόγκινκ που ζούσε και διεπρεψε κουνώντας μόνο το μικρό του δαχτυλάκι... Είναι έτσι;
Το ερώτημα είναι και σημερινό μετά την απογέιωση της τεχνητής νοημοσύνης. Ποια είναι η σχέση του μυαλού με το σώμα; Ο εγκέφαλος που κινεί το κορμί;
Ή μήπως το σώμα χειραγωγεί στο μυαλό με την πείνα, την αϋπνία και το άγχος, όπως ένας ποταμός επιβάλλει την κατεύθυνσή του σε ένα κανό;
Είναι η νόηση απλώς ηλεκτρομαγνητικά κύματα, ένα «φάντασμα» φυλακισμένο μέσα στα στενά όρια μίας μηχανής; Αυτό αναλύουν οι New York Times θυμίζοντας ότι τα παραπάνω απασχολούν αιώνες τώρα τους φιλοσόφους και η άνοδος της Τεχνητής Νοημοσύνης τα επαναφέρει στον ακαδημαϊκό αλλά και δημόσιο διάλογο.
Σήμερα το GPT-4 της OpenAI και το Bard της Google «σκέφτονται», εκπαιδευμένα πάνω σε αμέτρητα ανθρωπογενή δεδομένα και μπορούν να συντάσσουν καινούργιες απαντήσεις που θυμίζουν τον ανθρώπινο λόγο, να δημιουργούν ψεύτικες μα αληθοφανείς φωτογραφίες, ακόμα και fake βίντεο.
Αν κανείς τα προσεγγίσει με τον κατάλληλο τρόπο, τα συστήματα Α.Ι. μπορούν να εκφράσουν ακόμα και επιθυμίες, ελπίδες, προθέσεις, αγάπη – ό,τι κι αν σημαίνουν για αυτά. Κάποιες φορές μιλούν για ενδοσκόπηση, αμφισβήτηση, αυτοπεποίθηση και μεταμέλεια.
Ωστόσο, ορισμένοι ερευνητές της τεχνητής νοημοσύνης θεωρούν ότι η τεχνολογία δεν θα αγγίξει το επίπεδο της «πραγματικής νοημοσύνης», ούτε θα κατανοήσει πραγματικά τον κόσμο, αν δεν συνδυαστεί με ένα σώμα που θα μπορεί να αντιλαμβάνεται, να αντιδρά και να αισθάνεται το περιβάλλον του.
Ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης που δεν είναι σε θέση να εξερευνήσει τον κόσμο και να μάθει τα όριά του, με τον ίδιο τρόπο που τα παιδιά καταλαβαίνουν, σταδιακά, τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν, θα μπορούσε να κάνει λάθη απειλητικά για τη ζωή, και να επιδιώξει τους στόχους του θέτοντας σε κίνδυνο την ανθρώπινη ευημερία.
Η αλήθεια λοιπόν είναι πως το μυαλό των ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη, αναπτύχθηκε βασισμένο αποκλειστικά στη γλώσσα και συχνά υποπίπτει σε λάθη κοινής λογικής. Του λείπει μια βαθύτερη σύνδεση μεταξύ του φυσικού και του θεωρητικού.