Αρχαιολόγοι από το Πανεπιστήμιο «Torun Nicholas Copernicus» στην Πολωνία ανακάλυψαν έναν τάφο του 18ου αιώνα, ο οποίος περιείχε μια γυναίκα θαμμένη με ένα δρεπάνι γύρω από το λαιμό της.
Πρόκειται για μια πρακτική που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή για να μην γίνουν οι νεκροί βρικόλακες και επιστρέψουν από τον τάφο.
Πρόκειται για την τελευταία προσθήκη σε μια σειρά παρόμοιων ευρημάτων που αναδεικνύουν τον πανάρχαιο φόβο της απειλής της επιστροφή των νεκρών από τον άλλο κόσμο.
Μια από τις πρώτες απεικονίσεις βαμπίρ έχει εντοπιστεί σε κείμενα σφηνοειδούς γραφής των Ακκάδιων, των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων και τα οποία αναφέρουν δαιμονικές μορφές όπως η Lilu και η Lilitu.
Τον 18ο αιώνα η πεποίθηση ότι τα βαμπίρ υπήρχαν πραγματικά, προκάλεσε μαζική υστερία στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να κατηγορηθούν για βαμπιρισμό και να θανατωθούν με παλούκια στην καρδιά τους.
Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τον τάφο κοντά στο Bydgoszcz, μια πόλη στη βόρεια Πολωνία. Μια ανθρωπολογική μελέτη αποκάλυψε ότι τα μπροστινά δόντια της γυναίκας προεξείχαν και ενδέχεται αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, να οδήγησε τους προληπτικούς ντόπιους τον 17ο αιώνα, να τη χαρακτηρίσουν μάγισσα ή βαμπίρ.
Υπό τον φόβο της ανάστασής της, τοποθέτησαν ένα δρεπάνι γύρω από το λαιμό της και έδεσαν ένα λουκέτο στο δάχτυλο του αριστερού ποδιού της.
Ο Καθηγητής Dariusz Poliński από το Πανεπιστήμιο «Nicholas Copernicus» εξήγησε ότι το δρεπάνι θα την αποκεφάλιζε σε περίπτωση που προσπαθούσε να αναστηθεί από τον τάφο της.
Παρόλα αυτά, η γυναίκα θάφτηκε με ένα μεταξωτό σκουφί στο κεφάλι της, το οποίο αποτελούσε είδος πολυτελείας τον 17ο αιώνα, γεγονός που υποδηλώνει ότι κατείχε υψηλό κοινωνικό κύρος.
Σύμφωνα με την (τότε) λαϊκή σοφία, ένα δρεπάνι προστάτευε τις γυναίκες κατά τον τοκετό, και τους νεκρούς από τα κακά πνεύματα. Είχε επίσης ρόλο σε τελετουργίες που είχαν σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσουν τη μαύρη μαγεία.