H περίοδος από τον 3ο ώς τον 7ο αιώνα μ.Χ. είναι μια εποχή εξελισσόμενης εθνογένεσης που μεταμορφώνει την όψη του «ρωμαϊκού κόσμου» και οδηγεί στην εμφάνιση της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Ο κύριος συντελεστής αυτού του μετασχηματισμού είναι οι μετακινήσεις ή εισβολές, ανάλογα με την ερμηνεία, μιας πανσπερμίας λαών —από τους υπερβόρειους Πίκτους και Σκότους, τους Γότθους, τους Κέλτες, τους Φράγκους, τους Σάξονες, τους Σλάβους, τους Αβάρους και τους Ούννους, έως άλλους λιγότερο ή καθόλου γνωστούς, όπως οι Έρουλοι, οι Σαρμάτες ή οι Οτ γκάγκα— που οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τούς αποκαλούσαν «βαρβάρους», είτε με την έννοια του «μη Έλληνα» ή του «μη Ρωμαίου» είτε, κυρίως, με την υποτιμητική σημασία του «απολίτιστου».
Ο Έντουαρντ Τζέιμς επιλέγει συνειδητά να χρησιμοποιήσει τον συμπεριληπτικό όρο «βάρβαρος» αποκαθαίροντάς τον από τις υποτιμητικές του συνδηλώσεις. Συνδυάζοντας τις ιστορικές πηγές με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, επικεντρώνεται στους ίδιους τους βαρβάρους προσεγγίζοντάς τους όχι ως απρόσωπες ορδές που επέφεραν την πτώση ενός μεγάλου πολιτισμού αλλά ως άτομα και ομάδες που είχαν να επιδείξουν τον δικό τους πολιτισμό και τα δικά τους επιτεύγματα.
Ένα καίριο θέμα που διατρέχει το βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο η ιστορία των βαρβάρων έχει παρερμηνευθεί και χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει τους στόχους του σύγχρονου εθνικισμού στην Ευρώπη.
Ο Έντουαρντ Τζέιμς θέτει συνειδητά στο στόχαστρό του τους εθνικιστικούς μύθους και ανατρέπει τις απλουστευτικές διχοτομίες ανάμεσα στη «βαρβαρότητα» και στον «πολιτισμό», που οδηγούν σε μονοσήμαντες ερμηνείες της ιστορίας και του κόσμου.
Ο Έντουαρντ Τζέιμς (Έντουαρντ Φ. Τζέιμς, γενν. στην Αγγλία, στο Σόλιχαλ του Ουώρικσερ, το 1947) είναι επίτιμος Καθηγητής Μεσαιωνικής Ιστορίας στο University College του Δουβλίνου.
Έπειτα από σπουδές στην Οξφόρδη, δίδαξε στο Δουβλίνο και στο Γιορκ, ενώ έλαβε τη θέση του Καθηγητή και στο Πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ.