Μνημεία χαρακτηρίστηκαν από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων δέκα αυτοκίνητα που φυλάσσονται στο πρώην βασιλικό κτήμα στο Τατόι, αλλά και δύο στολές ευζώνων, που φυλάσσονται σε προθήκη στο γραφείο του διοικητή της Προεδρικής Φρουράς.
Τα αυτοκίνητα της τέως βασιλικής οικογένειας φυλάσσονται εντός του κτηρίου του Βουστασίου. Τα οκτώ από αυτά είναι επιβατικά βενζινοκίνητα αυτοκίνητα, ενώ τα άλλα δύο είναι ηλεκτροκίνητα τρίκυκλα που πιθανώς χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά μελών της βασιλικής οικογένειας σε μικρές αποστάσεις εντός των ορίων του κτήματος.
Τα επιβατικά αυτοκίνητα προέρχονται από τρεις διαφορετικούς κατασκευαστές: Rolls Royce, MG και Fiat και είναι μοντέλα περιορισμένης παραγωγής. Με τις Rolls Royce η τέως βασιλική οικογένεια συνήθιζε να μετακινείται σε επίσημες εκδηλώσεις και επετείους. Το εσωτερικό τους, φτιαγμένο χειροποίητα, χαρακτηρίζεται από ποιότητα κατασκευής και πολυτέλεια, με ακριβά υλικά, όπως επενδύσεις ξύλου και δερμάτινες επενδύσεις καθισμάτων.
Τουλάχιστον τρία επιπλέον οχήματα βρίσκονται στην ευρύτερη έκταση του κτήματος, από τα οποία το ένα είναι φορτηγό και τα άλλα δύο οχήματα προσωπικού, ωστόσο αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην κήρυξη.
Κατά την πρόσφατη συνεδρίασή του, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία υπέρ του χαρακτηρισμού των αυτοκινήτων ως μνημείων, καθώς πρόκειται για αντικείμενα συνδεδεμένα με σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ιδιαίτερης τεχνολογικής και αισθητικής αξίας και τα οποία εντάσσονται στο ίδιο χρονικό πλαίσιο με τα υπόλοιπα κηρυγμένα νεώτερα μνημεία του Τατοΐου.
Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα έχουν κηρυχθεί ως κινητά μνημεία στο Τατόι 357 εικαστικά έργα (2010), αλλά και περίπου 2.000 έργα τέχνης, αντικείμενα και παραδοσιακές φορεσιές (2013)
Οι στολές
Μνημεία κηρύχθηκαν επίσης δύο στολές ευζώνων που φυλάσσονται σε προθήκη στο γραφείο του διοικητή της Προεδρικής Φρουράς. Πρόκειται για τις δύο παλαιότερες ευζωνικές στολές της Προεδρικής Φρουράς. Η μία ανήκει στον τύπο του εύζωνα αξιωματικού και χρονολογείται στις αρχές της δεκαετίας του '70 και η δεύτερη αντιπροσωπεύει τον επίσημο τύπο του εύζωνα οπλίτη, χρονολογούμενη στις αρχές της δεκαετίας του '60.
Οι στολές της Προεδρικής Φρουράς είναι μέχρι σήμερα εξ ολοκλήρου χειροποίητες, ακολουθώντας ιδιαίτερες και σπάνιες πλέον τεχνικές, όπως αυτή της κατασκευής στριφτών μεταξωτών κορδονιών διαφόρων διαστάσεων. Βάση για το σχεδιασμό της στολής αποτελεί η φουστανέλα. Στη στολή του αξιωματικού συμπληρώνεται από ζώνη, χρυσοκέντητη φέρμελη (γιλέκο), κόκκινα στιβάλια και φάριο (καπέλο), το κόκκινο χρώμα του οποίου συμβολίζει το αίμα και τις θυσίες των Ελλήνων στον αγώνα για την ελευθερία, ενώ το μαύρο χρώμα της φούντας του το πένθος για τα χρόνια της οθωμανικής σκλαβιάς.
Επίσης, η στολή περιλαμβάνει εσωτερικά ενδύματα (λευκό χασεδένιο φαρδομάνικο υποδήτη-πουκάμισο, μακριά κόκκινη περισκελίδα που στερεώνεται με μπλε χρώματος κνημιοδέτες). Τέλος, βασικό διακριτικό στοιχείο του εύζωνα αξιωματικού είναι η επάργυρη σπάθα του 1821.
Η επίσημη στολή του εύζωνα οπλίτη ως προς τη δομή είναι ίδια με τη στολή του εύζωνα αξιωματικού, αλλά η πρώτη διαφοροποιείται μορφολογικά ως προς τα υλικά και τα διακοσμητικά μοτίβα.
Οι δύο στολές χαρακτηρίστηκαν ομόφωνα μνημεία καθώς θεωρήθηκε ότι αποτελούν τεκμήρια της νεώτερης ιστορίας της Ελλάδας και η μέθοδος της κατασκευής τους διαφυλάσσει παραδοσιακές τεχνογνωσίες ραπτικής, κεντητικής και υποδηματοποιίας.