Τασία Μανωλοπούλου: Παρατηρείται πλήρης σύγχυση των εννοιών μετανάστης και λαθρομετανάστης

Παρατηρείται πλέον πλήρης σύγχυση των εννοιών μετανάστης και παράνομος μετανάστης (λαθρομετανάστης).

Αυτό μεταξύ άλλων τόνισε η Γραμματέας του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Αναστασία Μανωλοπούλου κατά την συνάντηση εργασίας των μελών του Συμβουλίου Ένταξης Μεταναστών με τον Εμπειρογνώμονα του Συμβουλίου  της Ευρώπης κ.Robin Wilson

Κατά την σύντομη εισήγηση της   που επικεντρώθηκε στους μετανάστες, οι όποιοι επέλεξαν την πόλη μας, να ζήσουν αυτοί και οι οικογένειές τους, η Δημοτική Σύμβουλος είπε:

«Κυρίες και κύριοι,

Καλωσορίζω και από την πλευρά μου, αλλά και εκ μέρους της παράταξης που εκπροσωπώ στο Δημοτικό Συμβούλιο της Πάτρας, την συνάντηση εργασίας που πραγματοποιείται στην πόλη, στα πλαίσια του δικτύου «Διαπολιτισμικές Πόλεις» και ελπίζω ειλικρινά, από τις απόψεις και τις τοποθετήσεις αυτού του τριημέρου που ξεκινάει από σήμερα, να γίνουμε όλοι λίγο σοφότεροι και να συμβάλλουμε ώστε η Πάτρα να αποκτήσει μια σύγχρονη και αποτελεσματική στρατηγική ως προς τα ζητήματα διαπολιτισμικότητας.

Πιστεύω πως όλοι γνωρίζουμε ότι ζούμε σε μια δύσκολη, αλλά και πολυσύνθετη και αλλοπρόσαλλη εποχή. Και δεν αναφέρομαι τόσο στην πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία της χώρας μας – κατά συνέπεια και της πόλης μας – στην παρούσα φάση, όσο στο γεγονός πως μάλλον έχουμε μπερδέψει και παρεξηγήσει πολλά πράγματα.

Για παράδειγμα, την ίδια ώρα που εμείς σήμερα εδώ μιλάμε για «διαπολιτισμικότητα», με την έννοια της υπεραξίας που μπορούν να προσδώσουν σε ένα τόπο οι μετανάστες του, η κοινωνία μας βομβαρδίζεται με εκατοντάδες ερεθίσματα που εξυμνούν το «εγώ» και την ομογενοποίηση των πάντων. Μηνύματα που επιδιώκουν να στιγματίζεται και να καταδικάζεται κάθε τι «διαφορετικό», μόνο και μόνο επειδή είναι «διαφορετικό» και ίσως μη κατανοητό στην πλειονότητα των πολιτών μίας, μικρής ή μεγάλης κοινωνίας.

Φαντάζομαι πως κανένας μας δεν διαφωνεί ότι  η διαπολιτισμικότητα σημαίνει ανοχή, ισότητα, σύνθεση. Ό,τι στην πραγματικότητα, σημαίνει μια κοινωνία ανοικτή στο διαφορετικό, ίσως και στο άγνωστο, αλλά και μια κοινωνία έτοιμη να μετατρέψει την διαφορετικότητα σε πλούτο και όχι σε φόβο.

Λυπάμαι που το λέω, αλλά νομίζω ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι οι κοινωνίες μας σήμερα – δεν αναφέρομαι μόνο στην Πάτρα, αλλά συμβαίνει και εδώ – κάθε άλλο παρά επικροτούνται και ενθαρρύνονται ώστε να αποδέχονται την διαφορετικότητα και κάθε άλλο παρά εκπαιδεύονται ώστε να γονιμοποιούν την πολυσυλλεκτικότητα.

Αυτά είναι υπαρκτά και τεράστια ζητήματα, που ίσως υπερβαίνουν τις δυνάμεις και τις δυνατότητες αυτού του δικτύου και της δικής μας, τοπικής προσπάθειας, αλλά πιστεύω πως αφενός πρέπει να τα γνωρίζουμε και να τα λαμβάνουμε υπόψη στην προσπάθεια για την χάραξη μιας στρατηγικής και αφετέρου, να προσπαθήσουμε να τα αντιπαλέψουμε και με τις δικές μας δυνάμεις, διαμορφώνοντας έστω μικρές «νησίδες» ανθρώπινης αλληλεγγύης και συνεργασίας, μέσα στην έρημο της αποξένωσης.

Βέβαια, στο σημείο αυτό οφείλω να επισημάνω ότι ειδικά στην Πάτρα, η οποία επί δεκαετίες αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα με την παράνομη μετανάστευση, κυρίως από χώρες της Ασίας, η λέξη «μετανάστης» έχει πάψει να ηχεί εύηχα, και όχι άδικα. Και αυτό γιατί επί μακρόν, με τεράστια ευθύνη του ελληνικού κράτους, έχουμε μπερδέψει την έννοια της πραγματικής μετανάστευσης με τη παράνομη διακίνηση και μετακίνηση ανθρώπινων ψυχών, που φεύγουν από διαλυμένες χώρες και προσπαθούν να μετακινηθούν προς την Ευρώπη, με «γέφυρα» την Ελλάδα.

Αυτή η μετακίνηση πληθυσμών όμως, είναι μια άλλη, εντελώς διαφορετική υπόθεση, από την πραγματική μετανάστευση, δηλαδή τους ανθρώπους που ένωσαν τη μοίρα τους με τη δική μας, που ζουν, παράγουν και προκόβουν μέσα στη δική μας κοινωνία και οι οποίοι οφείλουν, αλλά και πρέπει να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα με τους αυτόχθονες.

Λυπάμαι γι’ αυτό το μεγάλο μπέρδεμα, που αισθάνομαι ότι πρωτίστως απασχολεί και θίγει τους πραγματικούς μετανάστες, δηλαδή όλους εκείνους που μπορεί να γεννήθηκαν ή και να μεγάλωσαν σε μια άλλη πατρίδα, αλλά επέλεξαν να ζήσουν κοντά μας και εν τέλει, είναι «δικοί μας» άνθρωποι.

Και θλίβομαι ακόμα περισσότερο, όταν αυτό συμβαίνει σε μια πόλη όπως η Πάτρα, η οποία σαν πόλη – λιμάνι, από πολύ νωρίς γνώρισε την πολυπολιτισμικότητα, εκτίμησε τον πλούτο ιδεών που αυτή μπορεί να προσφέρει και εκμεταλλεύτηκε αυτό τον πλούτο.

Θαρρώ πως οφείλουμε να κοιτάξουμε το παρελθόν και να αντλήσουμε πολλά καλά στοιχεία από την Πάτρα του προπερασμένου και των αρχών του περασμένου αιώνα, όταν μεγάλες και ακμάζουσες κοινότητες, όπως των Ιταλών, των Εβραίων, των Γάλλων, κλπ, προσέφεραν πολλά στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία της πόλης, η οποία εκείνη την εποχή έφτασε να είναι πρωτοπόρος σε πολλούς τομείς και η πιο σύγχρονη για την εποχή της, πόλη της Ελλάδας.

Ας κοιτάξουμε λίγο πίσω στον χρόνο λοιπόν για να δούμε ότι αυτή η πόλη ήκμασε ακριβώς επειδή κατάφερε να αξιοποιήσει το ανθρώπινο κεφάλαιο που ζούσε σε αυτή, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Και επειδή η κοινωνία της πέτυχε να δεχτεί και να εντάξει ως αναπόσπαστο τμήμα της, το «διαφορετικό».

Θα συμφωνήσω με όποιον πει ότι σήμερα πολλές συνθήκες είναι διαφορετικές, αλλά θα διαφωνήσω κάθετα με όποιον υποστηρίζει πως η αξιοποίηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου έχει μικρότερη αξία σήμερα, από αυτή που είχε τότε.

Ίσα – ίσα!

Σήμερα, πολύ περισσότερο, έχουμε ανάγκη σε αυτό τον τόπο, νέες και διαφορετικές ιδέες και νοοτροπίες. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ έχουμε ανάγκη από συμμάχους και συνεργάτες. Και αυτοί είναι… δίπλα μας. Ζουν στις γειτονιές μας, στέλνουν τα παιδιά τους στα ίδια σχολεία με τα δικά μας, εργάζονται στις δουλειές μας, βιώνουν την οικονομική κρίση με τον ίδιο τρόπο που τη βιώνουμε και όλοι οι Έλληνες, αλλά συνεχίζουν να είναι εδώ και να ελπίζουν, όπως και εμείς. Να παλεύουν για την οικογένειά τους και για την Ελλάδα, όπως όλοι μας.

Ο πατέρας μου, θυμάμαι πως όταν ήμουν πιο μικρή μου έλεγε: «Ποτέ δεν θα εκτιμήσεις τόσο αυτό που εγώ σου προσφέρω, όσο αυτό που εσύ, μόνη σου, θα κερδίσεις». Πιστεύω ακράδαντα λοιπόν, ότι αυτή είναι η διαφορά μου με τους πραγματικούς μετανάστες αυτού του τόπου, και καμία άλλη: Σε μένα προσφέρθηκε μια θέση σε αυτή τη κοινωνία και σε αυτή τη χώρα, γιατί έτυχε να γεννηθώ εδώ. Σε αυτούς, δεν προσφέρθηκε. Πάλεψαν για να την κατακτήσουν και παλεύουν κάθε μέρα για να τη διατηρήσουν. Γι’ αυτό και ίσως εκτιμούν περισσότερο απ΄ ότι εγώ – και όλοι μας – την Ελλάδα και την κοινωνία της.

Δεν θέλω να κουράσω. Εξάλλου ο λόγος βασικά ανήκει στους πιο ειδικούς, αλλά και στους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους εκπροσώπους των κοινοτήτων της Πάτρας, οι οποίοι πρέπει να μας πουν τι θέλουν, να καταθέσουν τα προβλήματά τους και να μας διδάξουν αυτά που πρέπει να κάνουμε για να τους βοηθήσουμε.

Γι’ αυτό και τελειώνω την τοποθέτησή μου με μία τελευταία παρατήρηση: Αρκετές υπήρξαν οι δράσεις που υλοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια σε τοπικό επίπεδο – στα πλαίσια εθνικών ή κοινοτικών προγραμμάτων – για την διαπολιτισμικότητα και την ένταξη μεταναστών. Εκτιμώ, ωστόσο, πως τα αποτελέσματά τους δεν υπήρξαν αντίστοιχα των προσδοκιών και σίγουρα, ποτέ δεν έγιναν κτήμα του συνόλου της πόλης και των κατοίκων της. Νομίζω λοιπόν, ότι η εκπόνηση οποιασδήποτε νέας στρατηγικής οφείλει να υπακούει σε δύο προϋποθέσεις: Αφενός να υπηρετεί τον στόχο της ένταξης των μεταναστών και να συμβάλλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και αφετέρου, να έχει πρακτικά και άμεσα αντιληπτά από τη κοινωνία, αποτελέσματα.

Εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες αυτής της συνάντησης και ελπίζω, από αυτή, να προκύψουν και ορισμένες πρακτικές και άμεσα υλοποιήσιμες ιδέες, με αντίκτυπο και δημόσια προβολή στην πατραϊκή κοινωνία, η οποία πρέπει να αρχίσει να πιστεύει και πάλι, ότι η οικονομική και κοινωνική της ανάκαμψη θα προέλθει από το νέο πολυεθνικό πλούτο του ανθρώπινου κεφαλαίου της.

Σας ευχαριστώ πολύ».