Συγκλόνισε με την ομιλία του για το Ολοκαύτωμα ο Κώστας Λογαράς
Κεντρικός ομιλητής στο Μητροπολιτικό Ναό των Καλαβρύτων, κατά την εκδήλωση του μνημοσύνου τιμής και μνήμης των άδικα εκτελεσθέντων, από τους Γερμανούς κατακτητές, Καλαβρυτινών, που διοργάνωσε ο Δήμος Καλαβρύτων, ήταν ο διακεκριμένος Πατρινός συγγραφέας και λογοτέχνης Κώστας Λογαράς.
Ο κ. Λογαράς, με το δικό του, ξεχωριστό, λογοτεχνικό και γλαφυρό ύφος, ανέδειξε τα μηνύματα, τα νοήματα και τα διδάγματα που εκπέμπει, διαχρονικά, το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα και συγκίνησε και προβλημάτισε το πολυπληθές ακροατήριο που είχε κατακλύσει τον Ιερό Ναό, το Σάββατο, 13 Δεκεμβρίου 2014.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Κώστα Λογαρά έχει ως εξής:
«Καλάβρυτα, 13 Δεκεμβρίου 2014
71 χρόνια από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων»
Σεβαστοί πατέρες,
Άρχοντες του τόπου,
Κυρίες και Κύριοι,
Όσες προσπάθειες κι αν καταβάλει κανείς μιλώντας για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, όσο κι αν πασχίσει να φανεί αντάξιος της Ιστορίας, η αναφορά στα γεγονότα θα είναι πάντοτε πολύ κατώτερη απ’ την πραγματικότητα. Γιατί πρέπει ο ομιλητής να ζωντανέψει μία μνήμη, να ξεσκεπάσει τις πληγές, και την ίδια ώρα, δείχνοντάς τες, να τις ανακουφίσει. Μα προπαντός να βουτήξει την πένα του στο υλικό της Ιστορίας και να το μεταπλάσει σε εθνική συνείδηση.
Αν η ιστορία δεν μετασχηματιστεί σε εθνική αυτογνωσία, ο φόβος κάποτε επιστρέφει. Και ζωντανεύει πάλι ο εφιάλτης. Επανεμφανίζεται φρικτό το πρόσωπο του ναζισμού. Ο ταραγμένος ψυχισμός. Αλλοιωμένες φιγούρες και γλώσσα αλλόκοτη. Γίνεται ακαταμάχητη και πάλι η «μορφή» του τέρατος. Το μίσος και η λυσσαλέα τους προσπάθεια να εξοντώσουνε το «Άλλο», να εξαλείψουν το «Διαφορετικό».
Θα ήμουν ευτυχής αν καταφέρω στο επόμενο εικοσάλεπτο να αγγίξω το νου και την ψυχή του ακροατή - μα εύκολο δεν είναι.
Γιατί εδώ υπάρχουνε ακόμα άνθρωποι που είδαν τους δικούς τους σκοτωμένους. Πέρασε δίπλα τους ο θάνατος. Άκουσαν ήχους, οιμωγές. Στη μνήμη τους χαράχτηκαν – σαν το καμένο σίδερο - πρόσωπα, αίμα, ο φόβος. Και μπροστά τους οφείλει να μιλάει κανείς, μάλλον με ψίθυρους. Όχι με τις συνηθισμένες λέξεις. Με εύγλωττη σιωπή, ή με βλέμματα. Και προπάντων, με διάθεση λατρευτική. Και πάλι, το αίμα και η οδύνη θα βαραίνουν πιο πολύ.
Κυρίες και κύριοι,
για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων άκουσα πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ήταν περίοδος μετεμφυλιακή ακόμα. Ο απόηχος των Γερμανών, τα γεγονότα της αντίστασης και ο εμφύλιος έφταναν στ’ αυτιά μου άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς. Υπονοούμενα και λόγια μπερδεμένα. Όμως το μακελειό των Καλαβρύτων με συνεπήρε αμέσως γιατί στο παιδικό μυαλό μου ταυτίστηκε με το Χάνι της Γραβιάς. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο… Την Αλαμάνα και τον Αθανάσιο Διάκο.
Τους μάζεψαν οι Γερμανοί – μας είπε ο δάσκαλος — στο Σχολείο τού χωριού. Και από ’κει τους πήγαν στο χωράφι τού Καπή. Τους στοίβαξαν μέσα στη λάκκα... Κι εκεί, τους σκότωσαν – πρόσθεσε με φωνή χαμηλωμένη, σαν να ’σκυβε και, νοερά, να άναβε ένα κερί, στη μνήμη τους. Σιώπησε για λίγο, και μετά…. « Όχι
τους σκότωσαν! τους κατακρεούργησαν» είπε, τινάζοντας το κεφάλι δυνατά. Για να διώξει, γύρευε ποια φαντάσματα που έβλεπε μπροστά στα μάτια του ο Καλαβρυτινός μου δάσκαλος.
Το σκηνικό είχε στηθεί. Τα γεγονότα και οι μάρτυρες, το άγριο τέλος τους. Από τη μια το σπαρμένο χωραφάκι τού Καππή. Κι απ’ την άλλη, οι αποκλεισμένοι μέσα στο Σχολείο. Κοίταξα με ανησυχία τα παράθυρα. Δυό, τρία τζάμια ήταν σπασμένα κι έμπαινε ο αέρας. Ευτυχώς! Τόσα χνώτα! Τόσοι άνθρωποι! Πόσοι; Διακόσιοι; Τρακόσιοι; Δεν χώραγε άλλους, πια, η αίθουσα. Ούτε κι η παιδική μου φαντασία. Πώς να καταμετρήσω το πλήθος που συνέρρεε, τους 1500 και! πώς να διανοηθώ τους 500 τόσους, σφαγμένους στο αλωνάκι!
Δεκέμβρης ήταν και βάδιζαν προς το χωράφι του Καππή. Φόραγαν ρούχα βαριά, παλτά και σακάκια μάλλινα. Μύριζαν καμένο ξύλο. Εκείνη τη βαριά οσμή που ποτίζει τα ρούχα και το δέρμα των ανθρώπων του χωριού.
(Όλοι τους μελλοθάνατοι, μα δεν το ξέρουν, δεν θέλουν να το ξέρουν. Να τελειώσει ο πόλεμος και να φτιάξουν τη ζωή απ’ την αρχή, να τι θέλουν. Να οργώνουν τα χωράφια τους, να μεγαλώνουν τα παιδιά τους. Κι όταν τους πάρουνε τα χρόνια, ε τότε ναι, ν’ αναπαυτούν και να τους θάψουνε ειρηνικά. Όχι έτσι!).
Όλες τους οι αισθήσεις βρισκόντουσαν σε εγρήγορση. Μύριζαν τον αέρα, φέρναν στο νου τους εικόνες καθημερινές κι ασήμαντες.
Με λεπτομέρειες κεντάγανε τη μνήμη τους, πιανόντουσαν από σκηνές της περασμένης τους ζωής να μην κοπεί το νήμα της. Οι μεγαλύτεροι. Γιατί τα δεκαπεντάχρονα, δεκαεφτάχρονα παιδιά δεν είχανε προλάβει καν να ζήσουν. Μικρά παιδιά, τι πρόφτασαν αυτά να δούνε στη ζωή τους; Τίποτα.
Τρεις γενιές μαζί, σε μιαν ατέλειωτη πομπή πάνω στο μονοπάτι που βγάζει ανηφορίζοντας στη λάκα του Καπή. Αγκάλιαζαν τον τόπο τους με όλες τις αισθήσεις τους. Πρώτη φορά αποκαλύπτονταν στα μάτια τους η τόση ομορφιά μέσα στην ξεραΐλα του τοπίου. Πρώτη φορά. Γιατί αυτή θα ήταν και η τελευταία.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο…, έφερε στο μυαλό του ο Γιωργαντάς τους στίχους τους γραμμένους για μιαν άλλη «Έξοδο». Όποιος πεθάνει σήμερα, χίλιες φορές πεθαίνει…, χαμογέλασε πικρά.
Ένας άγριος φόβος πως σε λίγο αυτόν τον τόπο θα τον χάσουν απ’ τα μάτια τους, τούς είχε κυριέψει. Ότι τα δέντρα, τα χωράφια θα καρπίζουνε χωρίς αυτούς. Οι γυναίκες κι οι μανάδες τους θα μείνουνε μονάχες. Θα μεγαλώνουν τα μικρά παιδιά χωρίς αυτούς. Ανατρίχιαζαν στη σκέψη και τίναζαν το κεφάλι σαν να ξύπναγαν από όνειρο κακό. Οι πιο μικροί κοίταζαν τους μεγαλύτερους στα μάτια. Από κάπου να πιαστούν. Κι οι μεγαλύτεροι κρατιόντουσαν απ’ την υπόσχεση που είχαν δώσει οι ναζί ότι δεν θα τους πειράξουν. Από το λόγο της Τιμής τους: της στρατιωτικής. Της έωλης και τελικά ατιμασμένης. Γιατί σε λίγο τους γάζωσαν από τη φαλακρή κορφή τα πολυβόλα...
Οι οιμωγές, τα βογκητά τους, οι κραυγές καλύφτηκαν από τους ήχους των πολυβόλων όπλων.
Καλύτερα. Να μην ακούσω εκείνη τη φωνή τού έφηβου παιδιού που ζήταγε ΒΟΗΘΕΙΑ. Ξεκόλλαγε η κραυγή του από τη σκοτεινή της ρίζα να σου κόβει την ανάσα. Μια φωνή ακατανόητη στους δολοφόνους: τον Λε Σουίρ, τον Άκαμ-χούμπερ τον Έμπερ-σπέγκερ. Σ’ αυτούς που οργάνωσαν - ξένοι και δικοί - και αποφάσισαν τον θάνατό του. Να τοι! με πρόσωπα απαθή και κτηνώδη ένστικτα, απολαμβάνουν τη σαγήνη του θανάτου, τον αφανισμό της ανθρώπινης ζωής.
Λέω, καλύτερα που δεν το άκουσα αυτό το ουρλιαχτό. Γιατί είναι μαρτύριο να ζει κανείς μετά, και να ’χει μες στ’ αυτιά του έναν τέτοιο σπαραγμό. Δεν θα μπορεί να γαληνέψει το μυαλό του, το κορμί του, η ψυχή του ολάκερη. Κι αυτό δεν είναι ζωή. Μια τραγωδία είναι. (Πρέπει να ξεχνούν καμιά φορά οι ζωντανοί, αν θέλουνε να συνεχίσουν τη ζωή. Να βάζουνε τον πόνο τους στην άκρη. Και το μίσος τους, για τον εχθρό τους, να το αφήνουνε να ξεχαστεί. Όχι για να φιλιώσουνε μαζί του, αλλά για να μπορούν να ζήσουν).
Την άλλη, την παράλλη, ψάχνανε οι γυναίκες στο σωρό, να βρουν τα πτώματα. Μέρες και νύχτες κουβαλάγανε τ’ αγαπημένα μέλη. Βουτηγμένες μες στο αίμα. Ολομόναχες. Γιατί τέτοιες ώρες ο άνθρωπος ζητάει τον Θεό και δεν τον βρίσκει. Κι είναι μονάχος του.
Κάποια, παραλογισμένη απ’ το κακό, έβγαλε (λέει μια μαρτυρία) απ’ την τσέπη τού σκοτωμένου αντρός της ένα ξεροκόμματο - μύριζε ακόμα άγριο φόβο και αίμα - το ’κοψε και το μοίρασε στα δύο παιδιά της. Σαν Θεία μετάληψη από το
καθημαγμένο σώμα και το αίμα τού Χριστού τους: του δικού τους, που ως τα χτες ήταν ακόμα ζωντανός.
Πουθενά δεν άκουσα ποτέ, άνθρωπος να παρασταίνει ανεπίγνωστα με μια του κίνηση το Θείο Δράμα. Πράξη ανθρώπου πιο λατρευτική δεν διάβασα ποτέ. Μοναχά στα λόγια τού Ιερομονάχου Διονυσίου Σολωμού πηγαίνει ο νους μου:
«Τότες, εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω· κι ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό , που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· [.. ] εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα [..] Και τα μάτια μου δεν είδαν τόπο ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι».
Έχουν περάσει 71 χρόνια από τότε. Το Δεκέμβρη του 43. Και η συγκίνηση για το Καλαβρυτινό Ολοκαύτωμα παραμένει αμείωτη. Το ίδιο ρίγος.
Καμιά φορά αναρωτιέμαι τι είναι ο χρόνος. Τίποτα. Αν σ’ αυτόν δεν αποτυπώνονται βιώματα και γεγονότα δεν είναι τίποτα. Περνάει και χάνεται. Κάποτε μόνο, φτάνει στις στέγες των σπιτιών μιας πολιτείας. Αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων. Τους σημαδεύει, τους ρημάζει. Έκτοτε, το ρολόι τής εκκλησίας σταματημένο στην ώρα ακριβώς της συφοράς δείχνει για πάντα στους κατοπινούς το πέρασμα του χρόνου. Για να το θυμούνται. Έτσι γράφεται η συλλογική μας μνήμη. Έτσι πλουταίνουν οι λαοί και διαιωνίζεται το έθνος. Το βίωμα χαράζεται στο κύτταρό τους.
Γι αυτό θα πρέπει οι μάρτυρες των Καλαβρύτων να είναι ευτυχισμένοι. Νεκροί και ζωντανοί έγραψαν ένα κομμάτι απ’ την ιστορία τής φυλής τους. Και καταργώντας το ανελέητο πέρασμα τού χρόνου, θα παραμένουν στη μνήμη των ανθρώπων εσαεί.
Όμως αυτός είναι κι ο λόγος που στην Τελετή της Μνήμης τους, είναι αναγκαίο να βρίσκουμε κάθε φορά δρόμους της περισυλλογής. Να αναβαπτίζουμε τις λέξεις σε μια νέα δυναμική και κάνοντας τίς δέουσες αναγωγές να προβάλλουμε το παρελθόν στο σήμερα. Να ανιχνεύουμε τους άπειρους μετασχηματισμούς της βίας, τις μεταλλάξεις του φασισμού, τις καταστάσεις που εκτρέφουν τους νεοναζισμούς. Και να τις αφανίζουμε. Από τη ρίζα.
Αν τα ιστορικά γεγονότα δεν μετατρέπονται σε αυτοσυνείδηση και συλλογική αυτογνωσία, λέει κάποιος σοφός, οι λαοί είναι αναγκασμένοι να επαναλάβουνε τα ίδια λάθη, να ξαναζήσουνε το παρελθόν τους. Να ξανανιώσουν τον άγριο φόβο για το αύριο. Την αγωνία μιας άγονης αναμονής – καληώρα. Που σε αποτρέπει να ελπίζεις, να οραματίζεσαι το μέλλον. Η ιδέα του φόβου γίνεται τρόπος της ζωής σου, μπαίνει στο αίμα σου και σε διαβρώνει λίγο-λίγο. Σε δηλητηριάζει. Κι έχεις τη σφαλερή πεποίθηση ότι αυτός ο εφιάλτης είναι πλέον η πραγματικότητά σου. Ότι αυτό που φοβάσαι, αυτό ζεις στ’ αλήθεια. Η αίσθηση που σέρνεται γύρω σου – γύρω μας – είναι η μορφή μιας άλλης βίας, ενός νέου φασισμού: Η κρίση που διαιωνίζεται. Η αβεβαιότητα του μέλλοντος μας. Η αναγκαστική φυγή των νέων παιδιών. Που ξενιτεύονται, αναζητώντας μακριά απ’ τη χώρα τους μια καλύτερη ζωή.
Κυρίες και κύριοι,
η βίαια επιβολή της θέλησης πάνω στους άλλους, είτε συνειδητή και απροκάλυπτη, είτε υφέρπουσα και σκοτεινή, είναι η έκφανση του φασισμού στις μέρες μας και μπορεί να ανιχνεύεται παντού (γύρω κι εντός μας).
~ μπορεί να εντοπίζεται στο ιταμό πρόσωπο Εκείνου που απολαμβάνοντας την εξουσία του πίσω απ’ το γκισέ ταλανίζει τον αδύναμο πολίτη.
~ στο λόγο του φονταμενταλιστή που πιστεύοντας ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια, επιδιώκει να εξαφανίσει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους.
~ Η φασιστική αντίληψη εκδηλώνεται εκεί που δοκιμάζονται οι αξίες της συλλογικής ζωής: Στις αρένες της ασφάλτου, όπου απαξιώνεται ο αμοιβαίος σεβασμός και βρίσκει χώρο ο κυνισμός και η αδιαφορία για τον άλλον.
~ Κι ακόμα, η απεχθής μορφή του φασισμού χτίζεται πάνω στις τακτικές μιας εξουσίας που, μεθοδευμένα και συστηματικά, εκμαυλίζει και εξαγοράζει συνειδήσεις. Που εξωθεί τον πολίτη στον ηθικό του ευτελισμό, στον εξανδραποδισμό του ( πάμπολλες φορές, με δική του βούληση και συν-ευθύνη). Τον ταπεινώνει, μετατρέποντάς τον σε επαίτη, δίχως εκτίμηση καμιά για τον εαυτό του και τους άλλους. Μια εξουσία που εξυπηρετεί αυθαίρετα τους οπαδούς της, καταστρατηγώντας βάναυσα τη δημοκρατική ισότητα των πολιτών και την
ισονομία. Και τελικά χρησιμοποιεί τη δύναμή της για να δίνει άφεση αμαρτιών στον εαυτό της.
Έτσι καταλύεται το Κράτος του Δικαίου, αποσαθρώνονται οι θεσμοί, ο κοινός μας τόπος γίνεται ξένος και ου-τοπικός, δεν είναι πια δημόσιο αγαθό, κοινό για όλους αλλά κτήμα μιας αλλοτριωτικής - και «αλλότριας» - εξουσίας
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η οικονομική εξαθλίωση κι η ανεργία φέρνουν στην επιφάνεια το αποφώλιον τέρας. Όμως η διόγκωση και η γιγάντωσή του υποθάλπεται από τη φασίζουσα γλώσσα του λαϊκισμού που εφευρίσκει τρόπους ταπείνωσης του αντιπάλου, όχι δρόμους προσέγγισης της αλήθειας και συγκερασμού των διεστώτων.
Τέλος, - λες κι έχει τελειωμό αυτή η αλυσίδα - δεν πρόκειται να υποψιαστεί κανείς ότι έχει μπει στην τροχιά του ισοπεδωτικού ολοκληρωτισμού αν δεν ανιχνεύσει την σαπισμένη οσμή του που αναδύεται από ένα μεγάλο μέρος των Μέσων Πληροφόρησης. Τα οποία καταφέρνουν να τρυπάνε με καρφίτσα το μυαλό των πολιτών υποβιβάζοντάς τους τελικά σε χειραγωγούμενο, τηλεοπτικό κοινό.
Πότε στ’ αλήθεια δικαιώνονται οι νεκροί; Πότε ο θάνατος και η θυσία των μαρτύρων πιάνει τόπο; Πώς στεριώνει μια πατρίδα με το αίμα των αθώων;
Όταν τολμάει να κοιτάζει ένας λαός κατάματα τον εαυτό του στον καθρέφτη - όχι σε κάτοπτρα παραμορφωτικά. Όταν θωρακίζεται με καλλιέργεια βαθιά και βιωμένη γνώση. Με πνευματική υποδομή ευελπιστείς ότι μπορεί κανείς να εντοπίσει έγκαιρα το φασισμό– το φανερό ή τον υφέρποντα, το δικό του και των άλλων – και να τον πολεμήσει.
Όταν οι ιστορικές επέτειοι της Μνήμης γίνονται αφορμή για τους λαούς ν’ αναστοχάζονται: τι σημαίνει «ευγνωμοσύνη», τι θα πει «υποχρέωση» ή «ευθύνη». Ποιο το «συμφέρον» (δημόσιο κι ατομικό), πού συναντιούνται αυτά τα δυο και πού χωρίζουν.
Τότε μπορεί τελειώνοντας ένας ομιλητής το λόγο του στη μνήμη των μαρτύρων, να πει «Ποτέ ξανά, ποτέ Ολοκαυτώματα» - και να πιστεύει πως αυτό μπορεί να γίνει πράξη. Μην μείνει μόνο μια ανεκπλήρωτη ευχή.
Πώς το ’χε πει Εκείνος ο Σοφός; Οι λαοί που δεν αντλούν διδάγματα από την ιστορία τους, είναι αναγκασμένοι να επαναλάβουνε τα ίδια λάθη, να ξαναζήσουνε το παρελθόν τους.