ΚΤΗΜΑ ΜΕΓΑ ΣΠΗΛΑΙΟ: Ένας θησαυρός οίνου σε έναν βαριά ιστορικό τόπο του Χελμού - Βουραϊκού
Οι αμπελώνες του Κτήματος Μέγα Σπήλαιο υιοθετούν τις αρχές της οργανικής καλλιέργειας και εκφράζουν την παράδοση αιώνων στην αμπελουργία και την οινοποίηση, παράγοντας ξεχωριστά κρασιά με έντονη προσωπικότητα, γοητευτικά αρώματα και πολυπλοκότητα.
Το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο αποτελεί σήμερα ένα σημείο αναφοράς για τον οινικό χώρο της Ελλάδας, προσφέροντας στους λάτρεις του οίνου, και τους επισκέπτες, μια σπάνια αυθεντική οινική εμπειρία
Τα κρασιά του Κτήματος, προέρχονται από σταφύλια που καλλιεργούνται κυρίως σε τέσσερις αμπελώνες της ορεινής Αχαΐας, συνολικής έκτασης περίπου 28 εκτάρια. Το εξαιρετικό κλίμα του τόπου, το ποικίλο ανάγλυφο, οι εκθέσεις και το υψόμετρο είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την περιοχή εξαιρετική για αμπελοκαλλιέργεια και παραγωγή μοναδικών κρασιών.
Οι πλαγιές της ορεινής Αχαΐας και συγκεκριμένα τα προσεκτικά επιλεγμένα αμπελοτόπια του Κτήματος είναι το ιδανικό περιβάλλον για να ευδοκιμήσουν πολλές γηγενείς και διεθνείς ποικιλίες, καθιστώντας τον αμπελώνα της έναν από τους σημαντικότερους της χώρας. Το μοναδικό αυτό terroir δίνει οίνους υψηλής ποιότητας που έχουν αποκτήσει αναγνώριση από διεθνούς φήμης οινοκριτικούς, ενώ οι βραβεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη.
Το Κτήμα Μέγα Σπήλαιο είναι συνδεδεμένο με ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία και σημεία αναφοράς της Ελληνικής ιστορίας. Η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου είναι η αρχαιότερη ενεργή στην Ελλάδα και 2η στον κόσμο, μετά από τη Μονή Σινά. Πήρε το όνομά της από την τοποθεσία που βρίσκεται, αφού είναι χτισμένη μέσα σε ένα μεγάλο σπήλαιο, στα Καλάβρυτα, στο φαράγγι του Βουραϊκού.
Η Μονή χτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο, στο σημείο όπου βρέθηκε η Ιερή εικόνα της Παναγίας. Ήταν έργο του Ευαγγελιστή Λουκά από μαστίχα και κερί. Από τότε λειτουργεί αδιάκοπα, αποτελώντας φάρο της Ορθοδοξίας, παρά τις μεγάλες καταστροφές που έχει υποστεί από πυρκαγιές το 840μ.Χ., το 1400, το 1640 και το 1934. Η τελευταία ήταν και η μεγαλύτερη και συνοδεύτηκε από σφοδρή λεηλασία από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με θαυμαστό τρόπο.
Το Μεγάλο Αμπέλι, το σημερινό Κτήμα Μέγα Σπήλαιο, ήταν το μετόχι του μοναστηριού και αποτελούσε κομμάτι της περιουσίας του. Ήταν γνωστό και ως μετόχι του Αγίου Αθανασίου. Από τα μισά του 15ου αιώνα, οι μοναχοί χρησιμοποιούσαν το αμπέλι για την παρασκευή κρασιού για τη Θεία Κοινωνία και ως μέρος της διατροφής για αυτούς και τους επισκέπτες της Μονής, αλλά και τους κατοίκους της περιοχής.
Μέσα στο κτήμα χτίστηκε οινοποιείο κοιτώνας και ξωκλήσι. Ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών γινόταν στο αμπέλι και μετά οι μοναχοί μετέφεραν το κρασί με μουλάρια στο μοναστήρι, προκειμένου να το βάλουν σε βαρέλια του κελαριού. Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκε στη Μονή το κελάρι που και είχε δύο μεγάλα βαρέλια, τα οποία ονόμασαν «Αγγελής» και «Σταμάτης» ως ένδειξη τιμής στους κατασκευαστές που τα δημιούργησαν.
Το κάθε ένα από αυτά χωρούσε 12 τόνους κρασί και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την παραγωγή οίνου. Δυστυχώς σε μία από τις μεγάλες πυρκαγιές το ένα από τα δύο καταστράφηκε, ενώ το άλλο, «Αγγελής», σώζεται μέχρι σήμερα καθώς και μερικά ακόμα μικρότερης χωρητικότητας.
Οι μοναχοί θεωρούν το κρασί πλούσια τροφή για το ανθρώπινο σώμα. Επίσης, αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή της Τουρκοκρατίας, ο Μωάμεθ είχε βγάλει διάταγμα που προστάτευε το Μέγα Σπήλαιο. Οι Οθωμανοί στρατιώτες προσέγγιζαν στη Μονή ειρηνικά, μόνο για φιλοξενία, ενώ οποιαδήποτε εχθρική διάθεση, οδηγούσε σε τιμωρία η οποία έφτανε μέχρι και τη θανατική ποινή.
Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, οι αγωνιστές έφταναν στη Μονή για να βρουν καταφύγιο και να προμηθευτούν χρήματα, ψωμί, τυρί και κρασί. Η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της επανάστασης, καθώς ενδυνάμωνε την πίστη και την αγωνιστικότητα των Ελλήνων. Έκτοτε και μέχρι το 1870 η ζήτηση σε τρόφιμα και κρασί είχε αυξηθεί σημαντικά, ενώ ο πληθυσμός στο μοναστήρι ξεπερνούσε τα 200 άτομα.
Αρκετά χρόνια αργότερα γύρω στο 1930, ο αριθμός των μοναχών μειώθηκε αισθητά, με αποτέλεσμα να παραμεριστεί σημαντικά η καλλιέργεια του αμπελώνα. Κοντά στο 1960 εγκαταλείφθηκε όλη η αξιοποίηση του Κτήματος, λόγω της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και ειδικότερα λόγω της δραματικής μείωσης των μοναχών.