Εκτός λειτουργίας λόγω κρίσης οι μισοί σεισμογράφοι στη Δυτική Ελλάδα

Ανησυχητική η κατάσταση σε ορισμένες από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης όπως η Δυτική Ελλάδα. «Σκουριάζουν» οι σταθμοί εξαιτίας της έλλειψης πόρων για τη συντήρησή τους.

Η κατάσταση είναι ανησυχητική, αφού σε ορισμένες από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ευρώπης, όπως στη Δυτική Ελλάδα, σε επιφυλακή είναι μόνο οι μισοί σταθμοί από όσους έχουν τοποθετηθεί.

Ενδεικτικά στη Ζάκυνθο λειτουργεί μόνο ένας σταθμός, στην Κέρκυρα και στα Κύθηρα κανένας, ενώ στην Κεφαλονιά μόλις τέσσερις από τους οκτώ. Ολα αυτά ενώ στην Ελλάδα εκλύεται κάθε χρόνο περισσότερη από τη μισή σεισμική ενέργεια ολόκληρης της Γηραιάς Ηπείρου.

Το εθνικό δίκτυο σεισμογράφων, το οποίο περιλαμβάνει σταθμούς από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο της Αθήνας, τον Τομέα Γεωφυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον Τομέα Γεωφυσικής και Γεωθερμίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Τομέα Γεωλογίας του Πανεπιστήμιου Πατρών διαθέτει 155 σταθμούς και εκτός λειτουργίας αυτήν την στιγμή είναι περισσότεροι από 60.

Αιτία, όπως εξηγούν οι επιστήμονες, είναι η ανυπαρξία σταθερών πόρων για τη συντήρησή τους. Οι δραματικές περικοπές των τελευταίων χρόνων έχουν υποβαθμίσει υπηρεσίες που θεωρούνται μη ανταποδοτικές, ενώ οι φορείς που συγκροτούν το ενιαίο σεισμολογικό δίκτυο καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συντηρήσουν τη βασική λειτουργία τους με κάθε μέσο.

Ομως η μετακίνηση του προσωπικού για την επιδιόρθωση βλαβών και η αγορά ανταλλακτικών κοστίζουν, ενώ σε ολόκληρη την Ελλάδα έχουν απομείνει ελάχιστοι τεχνικοί για τη συντήρηση του δικτύου.

Το πρόβλημα οξύνεται από το γεγονός ότι τους τελευταίους 10 μήνες ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας παραμένει ακέφαλος και ουσιαστικά αδρανής: ο φορέας δεν μπορεί να αξιοποιήσει ούτε εθνικά ούτε ευρωπαϊκά κονδύλια καθώς δεν συνεδριάζουν οι επιστημονικές επιτροπές του και συμπαρασύρει σε απαξίωση το δίκτυο επιταχυνσιογράφων – που χρησιμοποιείται για τον αντισεισμικό σχεδιασμό της χώρας.

Σημειώνεται ότι τον Νοέμβριο του 2017 έληξε η θητεία του προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού και το αρμόδιο υπουργείο δεν έχει ορίσει ακόμη νέα διοίκηση.