Σήμερα δόθηκαν στη δημοσιότητα, στατιστικά στοιχεία για την υγεία, τα οποία συνιστούν τη σαφέστερη ένδειξη μέχρι σήμερα της εξάπλωσης χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης και τα καρδιακά νοσήματα από τις ανεπτυγμένες χώρες στις φτωχότερες, όπως η Αφρική, καθώς αλλάζει ο τρόπος ζωής και η διατροφή στις συγκεκριμένες περιοχές.
Τα στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών δείχνουν ότι ένας στους τρεις ενήλικες σε όλο τον κόσμο υποφέρει από υψηλή αρτηριακή πίεση -την αιτία σχεδόν των μισών θανάτων από εγκεφαλικό ή καρδιακή πάθηση- και το φαινόμενο αυτό πλήττει σχεδόν τον μισό ενήλικο πληθυσμό σε ορισμένες χώρες της Αφρικής.
Στην ετήσια έκθεσή του για την παγκόσμια υγεία, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), ο οποίος εδρεύει στη Γενεύη, αναφέρει ακόμη ότι ένας στους δέκα ενήλικες σε όλο τον κόσμο πάσχει από διαβήτη, μια νόσος η αντιμετώπιση της οποίας κοστίζει δισεκατομμύρια δολάρια και η οποία προκαλεί προδιάθεση στους πάσχοντες για καρδιακό νόσημα, ηπατική ανεπάρκεια και τύφλωση.
Ενώ ο παγκόσμιος μέσος όρος κρουσμάτων διαβήτη κυμαίνεται περίπου στο 10%, αναφέρει η έκθεση, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού σε ορισμένες από τις χώρες του Ειρηνικού πάσχουν από τη νόσο.
Χρόνιες παθήσεις όπως ο διαβήτης, τα καρδιακά νοσήματα και ο καρκίνος θεωρείται συχνά ότι πλήττουν κυρίως τους κατοίκους των πλούσιων χωρών, όπου η διατροφή πλούσια σε λιπαρά, η κατανάλωση αλκοόλ και το κάπνισμα συνιστούν σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την υγεία.
Ωστόσο ο ΠΟΥ αναφέρει ότι σχεδόν το 80% των θανάτων από αυτές τις παθήσεις σημειώνονται σήμερα σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος.
Στην Αφρική, το αυξανόμενο ποσοστό καπνιστών, η τάση υιοθέτησης διατροφής δυτικού τύπου και το χαμηλό ποσοστό σωματικής άσκησης υποδηλώνουν ότι τα ποσοστά των χρόνιων ή των αποκαλούμενων μη μεταδιδόμενων ασθενειών αυξάνονται δραματικά και αναμένεται να ξεπεράσουν εκείνα άλλων ασθενειών ως συχνότερη αιτία θανάτου μέχρι το 2020.
"Αυτή η έκθεση αποτελεί μια ακόμη απόδειξη της δραματικής αύξησης των συνθηκών που προκαλούν τα καρδιακά νοσήματα και άλλες χρόνιες παθήσεις, ειδικά σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, σχεδόν ο μισός ενήλικος πληθυσμός πάσχει από υπέρταση», αναφέρει σε ανακοίνωσή της με αφορμή την έκθεση η γενική διευθύντρια του ΠΟΥ Μάργκαρετ Τσαν.
Η φετινή έκθεση του ΠΟΥ είναι η πρώτη που περιλαμβάνει στοιχεία και από τις 194 χώρες μέλη σχετικά με το ποσοστό των ανδρών και των γυναικών με υπέρταση ή υψηλή αρτηριακή πίεση και με αυξημένα επίπεδα σακχάρου -ένα σύμπτωμα του διαβήτη.
Η συγκεκριμένη έκθεση δεν εξετάζει τα αίτια που προκαλούν την αύξηση ή τη μείωση των ποσοστών, αλλά επιδιώκει να δώσει μια γενική εικόνα των σημαντικότερων ασθενειών και να επισημάνει τους κινδύνους για την υγεία που απειλούν τον παγκόσμιο πληθυσμό.
Στις πλούσιες χώρες η διάγνωση και θεραπεία με χαμηλού κόστους φάρμακα έχουν μειώσει σημαντικά τα κρούσματα υπέρτασης στον πληθυσμό και αυτό έχει συμβάλει στη μείωση των θανάτων από καρδιακά νοσήματα, αναφέρει ο ΠΟΥ.
Αλλά σε πολλές χώρες της Αφρικής εκτιμάται ότι το ποσοστό των ενηλίκων που πάσχουν από υπέρταση ξεπερνάει το 40% και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει το 50%.
Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν διαγνωστεί, αναφέρει η έκθεση, παρότι πολλοί θα μπορούσαν να λάβουν θεραπεία με χαμηλού κόστους φάρμακα -- μια πιθανότητα που θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου και αναπηρίας από καρδιακό νόσημα και εγκεφαλικό.
Ένα άλλο σοβαρό θέμα, αναφέρει ο ΠΟΥ, είναι η παχυσαρκία καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσοστά της παχυσαρκίας διπλασιάστηκαν σε όλες τις περιοχές του κόσμου κατά το διάστημα 1980-2008.
"Σήμερα, μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι ή το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρούνται παχύσαρκοι», δήλωσε ο Τις Μπέρμα, διευθυντής του τμήματος Στατιστικής της Υγείας και Συστημάτων Πληροφορικής του ΠΟΥ.
Τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας καταγράφονται στη Λατινική Αμερική, όπου το 26% των ενηλίκων είναι παχύσαρκοι και τα χαμηλότερα στη νοτιοανατολική Ασία με μόλις 3% των ενηλίκων να είναι παχύσαρκοι.
Η έκθεση αποφάνθηκε ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο είναι πιθανότερο να είναι παχύσαρκες σε σχέση με τους άνδρες και επομένως κινδυνεύουν περισσότερο από διαβήτη, καρδιακή πάθηση και κάποιες μορφές καρκίνου.