Τους τελευταίους 18 μήνες η διεθνής οργάνωση έχει πραγματοποιήσει τέσσερις μελέτες με θέμα τη θνησιμότητα στη αφρικανική χώρα και αποκαλύπτεται ότι σε κάποιες περιοχές ξεπερνούν κατά τρεις φορές το όριο μιας ανθρωπιστικής κρίσης.
Τα ποσοστά δείχνουν ότι η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, παρόλο που οι περισσότερες περιοχές δεν πλήττονται από συγκρούσεις.
Σε μια νέα έκθεση των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, με τίτλο «Κεντροαφρικανική Δημοκρατία: Η χώρα της Σιωπηρής Κρίσης», η οργάνωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ιατρική βοήθεια που παρέχεται σήμερα δεν μπορεί να καλύψει την κλίμακα των ιατρικών αναγκών. Η έκθεση υποδεικνύει την ανάγκη να εμπλακούν περισσότεροι φορείς, αναπτύσσοντας ευρύτερες ιατρικές επιχειρήσεις που να καλύπτουν περισσότερο πληθυσμό.
Η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία έχει το δεύτερο χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής στον κόσμο, τα 48 χρόνια, και το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό θανάτων από λοιμώξεις και παρασιτικές ασθένειες. Τα ποσοστά θνησιμότητας που καταγράφονται στη χώρα είναι κυρίως αποτέλεσμα εποχικών επιδημιών, περιόδων οικονομικής ύφεσης, συγκρούσεων, εκτοπισμών και ενός ανεπαρκούς συστήματος υγείας.
«Πρόκειται για ένα σύστημα υγείας που σπαράσσεται από μακρόχρονη πολιτική και στρατιωτική αστάθεια, τεράστια οργανωτικά προβλήματα και έλλειψη ασφάλειας στις βόρειες και ανατολικές περιοχές της χώρας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν καταστροφικές συνέπειες στην υγεία του πληθυσμού και δείχνουν, σε μεγάλο βαθμό, τα αίτια των εξαιρετικά υψηλών ποσοστών θνησιμότητας», δήλωσε ο Ολιβιέ Ομπρί, επικεφαλής αποστολής των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στην αφρικανική χώρα.
«Για παράδειγμα, τον περασμένο Ιούλιο, στην πόλη Καρνότ το ποσοστό θνησιμότητας σε παιδιά κάτω των 5 ετών ήταν τρεις φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό θνησιμότητας στον προσφυγικό καταυλισμό Νταντάμπ της Κένυας, που φιλοξενεί σομαλούς πρόσφυγες μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Εντούτοις, η κρίση στο Καρνότ ήταν άγνωστη» προσθέτει.
Ωστόσο, η έκθεση υποστηρίζει ότι η δέσμευση της κυβέρνησης και της διεθνούς κοινότητας βρίσκεται σε λάθος κατεύθυνση. Η κυβέρνηση έχει αποκλιμακώσει τις επενδύσεις της στον τομέα της υγείας, όπως και οι διεθνείς δωρητές, ενώ η ανθρωπιστική βοήθεια έχει αποτύχει να μειώσει τη σοβαρή αυτή ιατρική κρίση. Παρά την τεράστια ανάγκη, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι διεθνείς δωρητές δείχνουν να εγκαταλείπουν την παροχή υπηρεσιών υγείας στη χώρα.
Την ίδια στιγμή, η ανάγκη για μεγαλύτερη ιατρική περίθαλψη είναι τεράστια, σύμφωνα με τον ασθενή Μονκότζ Πασκάλ: «Αν δεν είχα θεραπευτεί με τη βοήθεια των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, θα είχα πεθάνει. Είχα διάρροια και ημικρανία και πήγα σε ένα γιατρό στο Μπατανγκάφο, ο οποίος με παρέπεμψε στο εργαστήριο όπου γίνονταν κλινικές δοκιμές. Το αποτέλεσμα της εξέτασης έδειξε ότι είμαι οροθετικός. Χάρη στη θεραπεία δεν είμαι πλέον άρρωστος, είμαι ευτυχισμένος και δεν ανησυχώ πλέον για τίποτα».
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα καλούν όλους τους φορείς, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης και της διεθνούς κοινότητας, να επεκτείνουν την ιατρική βοήθεια προς τον πληθυσμό της χώρας.